Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι μια συχνή εκφυλιστική καρδιακή νόσος που οδηγεί σε περιορισμό της εξώθησης του αίματος από την καρδιά προς το υπόλοιπο σώμα, προκαλώντας σοβαρές, και δυνητικά απειλητικές για τη ζωή, επιπλοκές. Μόλις η στένωση της αορτής γίνει σοβαρή, οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν την ανοιχτή καρδιοχειρουργική επέμβαση ή την ελάχιστα επεμβατική διαδερμική παρέμβαση με τη χρήση καθετήρων, γνωστή ως «TAVI». Η στένωση της αορτής είναι συχνή σε γυναίκες μεγάλης ηλικίας, οι οποίες εμφανίζουν συχνά διαφορετική από τους άνδρες συμπτωματολογία.
Τις βασικές πληροφορίες με στόχο την ευαισθητοποίηση, έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου, μας δίνει ο Επεμβατικός Καρδιολόγος Δρ Αντώνιος Χαλαπάς.
Με ποια συμπτώματα εμφανίζεται;
Οι γυναίκες με στένωση αορτικής βαλβίδας συχνά παρουσιάζουν δύσπνοια, ζάλη, ή απώλεια αισθήσεων, πιθανώς λόγω υποεκτίμησης των συμπτωμάτων και υποδιάγνωσης. Ως αποτέλεσμα, όταν παραπέμπονται σε ειδικούς εμφανίζουν πιο προχωρημένο στάδιο καρδιακής ανεπάρκειας και είναι πιθανό να πάσχουν από: σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση, χρόνια πνευμονοπάθεια ή/και κολπική μαρμαρυγή.
Υπάρχουν όμως και ιδιαιτερότητες στις γυναίκες με στένωση αορτικής βαλβίδας, οι οποίες παρουσιάζουν ανατομικές και παθοφυσιολογικές ιδιομορφίες σε σχέση με τους άνδρες, καθότι έχουν μικρότερο μέγεθος αορτικής βαλβίδας και εμφανίζουν κυρίως ίνωση και λιγότερο ασβέστωση. Επίσης, η καρδιά υπερτρέφει, οδηγώντας ταυτόχρονα σε σημαντική μείωση του μεγέθους της κοιλότητας της αριστερής κοιλίας, περιορίζοντας τη συνολική απόδοση της καρδιάς.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση και αξιολόγηση της σοβαρότητας της νόσου περιλαμβάνει κυρίως απεικονιστικές εξετάσεις. Ο υπέρηχος καρδιάς (triplex) είναι το κύριο μέσο διάγνωσης της αορτικής στένωσης. Οι ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα πρέπει να παραπέμπονται σε εξειδικευμένους καρδιολόγους και τριτοβάθμια κέντρα αριστείας. Η έγκαιρη διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας, καθώς η άμεση παραπομπή είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική θεραπεία. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι οι αναλύσεις των απεικονιστικών μετρήσεων (υπερήχο/triplex καρδιάς και αξονική) πρέπει να προσαρμόζονται με βάση την επιφάνεια του σώματος και το φύλο.
Τι θεραπευτικές επιλογές υπάρχουν;
Η κυριότερη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου είναι η αντικατάσταση της βαλβίδας. Αυτή πραγματοποιείται χειρουργικά, ή διακαθετηριακά ελάχιστα επεμβατικά, γνωστή ως «TAVI». Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν καλύτερα αποτελέσματα μετά από TAVI συγκριτικά με τους άνδρες. Πράγματι, πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν: χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, μικρότερα ποσοστά επιπλοκών και καλύτερα μακροπρόθεσμα ποσοστά επιβίωσης. Πολλές γυναίκες αναφέρουν σημαντική ανακούφιση από τα συμπτώματα και ταχύτερη επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα αλλά και οι κίνδυνοι από την TAVI;
Αν και η TAVI είναι ασφαλής με πολλά πλεονεκτήματα, είναι σημαντικό να είστε ενήμεροι για τους πιθανούς κινδύνους/επιπλοκές, όπως αγγειακές επιπλοκές και ανάγκη εμφύτευσης βηματοδότη. Αν και η επιλογή της μεθόδου αντικατάστασης είναι πολυπαραγοντική, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν ότι η TAVI χαρακτηρίζεται από:
- Χαμηλότερο περιεπεμβατικό κίνδυνο.
- Ταχύτερη ανάρρωση και παραμονή στο νοσοκομείο.
- Γρήγορη ανακούφιση από τα συμπτώματα.
- Αυξημένα ποσοστά επιβίωσης και χαμηλότερη θνησιμότητα σε σύγκριση με τη χειρουργική αντιμετώπιση.
Με ποιο συμπέρασμα θα κλείσουμε;
Το θεραπευτικό τοπίο για την αορτική στένωση έχει εξελιχθεί σημαντικά, προσφέροντας περισσότερες επιλογές και καλύτερα αποτελέσματα για τις γυναίκες. Η διάγνωση του προβλήματος είναι συχνά δύσκολη, με αποτέλεσμα οι γυναίκες με στένωση αορτής να εμφανίζονται καθυστερημένα σε κέντρα αναφοράς υποτιμώντας τα συμπτώματά τους. Η τακτική υπερηχο-καρδιογραφική παρακολούθηση και αξιολόγηση των συμπτωμάτων είναι καθοριστική. Η TAVI προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της χαμηλότερης θνησιμότητας και της ταχύτερης ανάρρωσης. Αντίθετα, η χειρουργική αντιμετώπιση παραμένει μια επιλογή ιδιαίτερα σε νεότερους ασθενείς με χαμηλό χειρουργικό κίνδυνο. Οι εξατομικευμένες αποφάσεις για τη θεραπεία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη: την ηλικία, την κατάσταση υγείας του ασθενούς, τις ανατομικές ιδιαιτερότητες της νόσου και την προτίμηση του ασθενούς.
Από τον Επεμβατικό Καρδιολόγο Δρ. Αντώνιο Χαλαπά (www.drchalapas.gr)