Η Γυναικολόγος – Χειρουργός Μαστού Δρ Χριστίνα Τσιώνου μας μιλά για τη σημαντική συμβολή της προεγχειρητικής διάγνωσης στον καρκίνο του μαστού. Είναι μία απαραίτητη διαδικασία που μας καθοδηγεί στο να επιλέξουμε την κατάλληλη ή τις κατάλληλες θεραπείες καθώς και τη σειρά που θα ακολουθήσουμε.
Πώς αναγνωρίζουμε τα ύποπτα συμπτώματα στον μαστό;
Οι ύποπτες βλάβες στον μαστό μπορεί να εμφανιστούν ως ψηλαφητή βλάβη, συρρέουσες μικροαποτιτανώσεις που φαίνονται μόνο στη μαστογραφία, όπως και διαταραχή αρχιτεκτονικής, καθώς και αυτόματη αιμορραγική έκκριση θηλής. Η απεικόνιση αρχίζει με μαστογραφία και υπερηχογράφημα και μπορεί να ακολουθήσει μαγνητική μαστογραφία.
Οι παραπάνω απεικονιστικές μέθοδοι θέτουν την υποψία για καρκίνο μαστού. Η διάγνωση γίνεται με λήψη ιστού και ιστολογική εξέταση. Αυτή είναι η προεγχειρητική διάγνωση.
Πώς διενεργείται η προεγχειρητική διάγνωση;
Σε περίπτωση που η βλάβη φαίνεται υπερηχογραφικά (Core biopsy), προβαίνουμε σε λήψη ιστού που γίνεται με τέμνουσα βελόνη με ένα πιστολάκι συνήθως, υπό υπερηχογραφικό έλεγχο. Στην περίπτωση αποτιτανώσεων η λήψη γίνεται υπό μαστογραφικό έλεγχο (στερεοτακτική βιοψία). Η ανάλυση περιλαμβάνει την ιστολογική εξέταση και σε περίπτωση καρκίνου τον τύπο του (πορογενής ή λοβιακός), τον βαθμό διαφοροποίησης -grade (δηλαδή αν το κύτταρο μοιάζει με το φυσιολογικό, βαθμός διαφοροποίησης -grade Ι ή αν είναι πολύ άτυπο, βαθμός διαφοροποίησης -grade ΙΙΙ) και αν εκφράζει υποδοχείς οιστρογόνων, προγεστερόνης και την πρωτεΐνη του γονιδίου Her2/Neu. Οι παραπάνω πληροφορίες μας δίνουν τη δυνατότητα να προγραμματίσουμε τους περαιτέρω θεραπευτικούς χειρισμούς.
Επίσης, με την προεγχειρητική διάγνωση αναγνωρίζουμε τους ύποπτους μασχαλιαίους λεμφαδένες και μπορούμε να πάρουμε δείγμα υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, ώστε να αναγνωρίσουμε τους τυχόν θετικούς λεμφαδένες. Σε αυτούς τοποθετείται marker πριν τη χημειοθεραπεία, ώστε να αφαιρεθούν στο χειρουργείο αργότερα.
Τι ακολουθεί μετά τα ευρήματα της προεγχειρητικής διάγνωσης και βάσει αυτών;
Για τους όγκους που είναι αρνητικοί στους ορμονικούς υποδοχείς και το γονίδιο Her2 (τριπλά αρνητικό) ή αυτούς που είναι Her2 θετικοί και έχουν μέγεθος μεγαλύτερο από 1εκ. ή θετικούς λεμφαδένες προτείνουμε να γίνει πρώτα χημειοθεραπεία και το χειρουργείο μετά. Οι βιολογικοί αυτοί υπότυποι ούτως ή άλλως χρήζουν πάντα χημειοθεραπείας. Ακόμα και αυτοί που θα αρχίσουν με το χειρουργείο, πριν τη χημειοθεραπεία τοποθετείται clip στη θέση του όγκου, όπως και σε τυχόν διηθημένους λεμφαδένες. Με τον τρόπο αυτό ελέγχουμε στο χειρουργείο που γίνεται μετά το πέρας της χημειοθεραπείας ,τις ασθενείς που έχουν υπολειμματικό όγκο, δηλαδή που δεν έχουν πλήρη παθολογο-ανατομική ανταπόκριση και στις οποίες χορηγείται θεραπεία 2ης γενιάς μετεγχειρητικά (συνήθως χημειοθεραπεία) ή στοχευμένη θεραπεία.
Οι πλέον συνηθισμένοι υπότυποι είναι αυτοί με θετικούς υποδοχείς και αρνητική την πρωτεΐνη του γονιδίου Her2(Neu). Σε αυτές τις περιπτώσεις, αρχίζουμε συνήθως με το χειρουργείο, εκτός αν έχουν πολύ μεγάλο όγκο ή πολλούς διηθημένους λεμφαδένες, οπότε και μπορούμε να προτείνουμε πρώτα θεραπεία για τη μείωση του καρκινικού φορτίου. Το χειρουργείο μπορεί να είναι μαστεκτομή ή τεταρτεκτομή και πάντα έλεγχος των λεμφαδένων (βιοψία του φρουρού λεμφαδένα) και σε θετικό φρουρό λεμφαδένα, γίνεται λεμφαδενικός καθαρισμός. Μετά το χειρουργείο ακολουθεί ακτινοθεραπεία και ορμονοθεραπεία. Για να πάρουμε απόφαση για την αναγκαιότητα ή όχι της χημειοθεραπείας υπάρχουν γονιδιακές υπογραφές (π.χ. Oncotype Dx, Endopredict, Mammaprint) σε ορμονοεξαρτώμενους Her2 αρνητικούς όγκους.
Επομένως, η προεγχειρητική διάγνωση είναι πολύ σημαντική για τον προγραμματισμό των θεραπευτικών χειρισμών και αυτό αντανακλάται στην καλύτερη επιβίωση των ασθενών.
Από την Γυναικολόγο – Χειρουργό Μαστού Δρ Χριστίνα Τσιώνου (www.maternityhealth.gr)