Χάπι λευχαιμίας; Και όμως! Tο 2001 η εισαγωγή στην κλινική πράξη ενός νέου φαρμάκου, του imatinib mesylate, με την εμπορική ονομασία Gleevec/Glivec έφερε επανάσταση στη θεραπεία της λευχαιμίας και άλλων τύπων καρκίνου. Χωρίς να εφησυχάζει η επιστημονική κοινότητα και επιζητώντας ακόμη καλύτερη έκβαση για τους ασθενείς ανακάλυψε αναστολείς 2ης και 3ης γενιάς, με αποτέλεσμα σήμερα να διαθέτουμε τρία φάρμακα ως αρχική θεραπεία της ΧΜΛ.
Η Αιματολόγος Δέσποινα Καλιοντζή αναφέρεται στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία και αναλύει διεξοδικά τα συμπτώματα της νόσου, τη διάγνωση και τη θεραπεία της, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα.
Τι είναι η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία;
Η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι ένας τύπος νεοπλασίας του αιμοποιητικού ιστού και ανήκει στην ομάδα των μυελοϋπερπλαστικών νεοπλασμάτων. Το 1960, οι Peter Nowel και David Hungerford στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, ανακάλυψαν μια επαναλαμβανόμενη χρωμοσωμική ανωμαλία σε ασθενείς με ΧΜΛ. Όμως η δομή του χρωμοσώματος αυτού προσδιορίστηκε αρκετά αργότερα, το 1973, με την εξέλιξη της γενετικής, από τη Dr Janet Rowley, και ονομάστηκε χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια, «Philadelphia chromosome». Σήμερα ξέρουμε ότι η ΧΜΛ χαρακτηρίζεται από την παρουσία του χρωμοσώματος Φιλαδέλφεια. Πιο συγκεκριμένα, στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια, ένα τμήμα του χρωμοσώματος 22 μετατίθεται στο χρωμόσωμα 9 και ένα τμήμα από το χρωμόσωμα 9 μετατίθεται στο χρωμόσωμα 22. Το τμήμα από το χρωμόσωμα 9 που προστίθεται στο χρωμόσωμα 22 περιέχει το γονίδιο ABL. Στην άκρη του χρωμοσώματος 22 που έχει απομείνει βρίσκεται το γονίδιο BCR. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα βραχύτερο χρωμόσωμα 22, που ονομάζεται χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια και το οποίο φέρει το γονίδιο BCR-ABL. Το γονίδιο αυτό παράγει την BCR-ABL πρωτεΐνη, μια εξειδικευμένη πρωτεΐνη με ιδιότητες τυροσινικής κινάσης, η οποία οδηγεί στην παραγωγή μεγάλου αριθμού κυττάρων.
Ποιες ηλικίες προτιμά;
Εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στους μεγαλύτερους ενήλικες, ενώ είναι σπάνια στην παιδική ηλικία. Η παγκόσμια επίπτωση της ΧΜΛ είναι 1 με 2 περιστατικά ανά 100.000 άτομα ετησίως. Αποτελεί το 15% των περιστατικών λευχαιμίας στους ενήλικες και περίπου το 5% των περιστατικών λευχαιμίας στην παιδική ηλικία. Η ΧΜΛ εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες είναι όμως πιο συχνή σε άτομα ηλικίας 45 με 55 έτη. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1.200 ασθενείς με ΧΜΛ.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση της ΧΜΛ μπορεί να γίνει με: γενική αίματος, επίχρισμα περιφερικού αίματος, μυελόγραμμα, οστεομυελική βιοψία, καρυότυπο του μυελού των οστών, FISH/φθορίζων in situ υβριδισμό και Polymerase Chain Reaction/PCR (Αλυσιδωτή Αντίδραση Πολυμεράσης).
Υπάρχουν προειδοποιητικά συμπτώματα;
Τα κυριότερα συμπτώματα είναι: καταβολή δυνάμεων, αδυναμία, νυχτερινοί ιδρώτες, ανορεξία ή αυξημένη όρεξη, απώλεια βάρους, δύσπνοια κατά τις φυσιολογικές δραστηριότητες, αίσθημα βάρους στην κοιλιακή χώρα, διόγκωση του σπληνός ή σπανιότερα και του ήπατος, ωχρότητα δέρματος λόγω της αναιμίας, αιμορραγικές εκδηλώσεις λόγω διαταραχής του αριθμού των αιμοπεταλίων, πυρετός.
Θεραπεία της ΧΜΛ και χάπι της λευχαιμίας
Τo Gleevec/Glivec είναι ο πρώτος αναστολέας που εγκρίθηκε για τη θεραπεία της ΧΜΛ, γι’ αυτό και ονομάζεται πρώτης γενιάς αναστολέας. Το φάρμακο στοχεύει στη μοριακή βλάβη του νοσήματος και έτσι αναστέλλει τη λειτουργία της παθολογικής πρωτεΐνης με αποτέλεσμα το θάνατο των κυττάρων που φέρουν το χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια. Εκτός του ότι αποτελεί μια πολύ αποτελεσματική θεραπεία, εξασφαλίζει και καλή ποιότητα ζωής στους ασθενείς.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ανακαλύφθηκαν οι αναστολείς 2ης και 3ης γενιάς, που στοχεύουν ακόμη πιο ισχυρά και εκλεκτικά στη μοριακή βλάβη. Είναι τα φάρμακα που έχουν πάρει ένδειξη ως θεραπεία πρώτης γραμμής: το imatinib mesylate/Glivec, το nilotinib/Tasigna και το dasatinib/ Sprycel.
Εκτός από τα παραπάνω φάρμακα έγκριση έχουν λάβει και δύο ακόμη αναστολείς κινάσης τυροσίνης, ως θεραπεία δεύτερης ή τρίτης γραμμής και αποτελούν επιλογή για τους ασθενείς που δεν ωφελούνται πλέον από θεραπεία με τα άλλα φάρμακα ή παρουσιάζουν μια συγκεκριμένη μετάλλαξη, την T315I, η οποία προσδίδει ανθεκτικότητα στη δράση όλων των άλλων TKIs.
Καταλήγοντας και δεδομένου ότι η φαρμακευτική μας δίνει επιλογές, τι θα συμβουλεύατε τους πάσχοντες;
Είναι πολύ σημαντική η συνεργασία του ασθενούς με τον εξειδικευμένο ιατρό, ο οποίος αφού λάβει υπόψη τους διάφορους παράγοντες θα επιλέξει τη θεραπεία του.
Από την Αιματολόγο Δέσποινα Καλιοντζή, Διευθύντρια Αιματολογικής Κλινικής, Ευρωκλινική Αθηνών