Συνεχώς ολοένα και περισσότερα ζευγάρια καταφεύγουν στον Ειδικό Αναπαραγωγής προσδοκώντας τη γέννηση ενός παιδιού. Τα ζευγάρια προσπαθούν να διερευνήσουν την πιθανότητα να πάσχουν από κάποια αιτία ή πάθηση που οδηγεί σε υπογονιμότητα και να τη θεραπεύσουν. Ο τελικός στόχος είναι πάντα η έλευση ενός παιδιού. Η καθυστέρηση του χαρμόσυνου νέου γεμίζει ανασφάλεια και άγχος το ζευγάρι που προσπαθεί, συχνά μέσα από αντικρουόμενες πληροφορίες και απόψεις, να βρει λύση στο σημαντικό αυτό πρόβλημα.
Η πιθανότητα σύλληψης σε ένα ζευγάρι που έχει τακτικές επαφές και δεν χρησιμοποιεί κάποιο αντισυλληπτικό μέσο είναι περίπου 23.9% ανά κύκλο. Μετά από 6 μήνες αδιάλειπτων επαφών, η πιθανότητα σύλληψης φθάνει στο 71.4% ενώ μετά από ένα έτος επαφών, διαμορφώνεται σε ένα αθροιστικό ποσοστό 85%. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ορίζει ως Υπογονιμότητα την αδυναμία επίτευξης κύησης μετά από ένα έτος επαφών και σε αυτή την περίπτωση κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση του ζευγαριού.
Η διερεύνηση θα αναδείξει αποκλειστική εμπλοκή του Γυναικείου παράγοντα σε ποσοστό 34%, του Ανδρικού αποκλειστικά σε ποσοστό 20%, ενώ σε 38% των περιπτώσεων θα υπάρχει κάποια εμπλοκή, σε διαφορετικό βαθμό και των δυο φύλων. Από το 72% των περιπτώσεων στις οποίες ανιχνεύεται εμπλοκή του Γυναικείου παράγοντα, είτε αποκλειστικά είτε συνδυαστικά με τον Ανδρικό, οι μισές περιπτώσεις αφορούν προβλήματα σχετικά με την ωορρηξία και τη λειτουργία των ωοθηκών, 24% αφορούν προβλήματα στις σάλπιγγες και οι υπόλοιπες έχουν να κάνουν κυρίως με την ύπαρξη ενδομητρίωσης και προβλημάτων σε μήτρα και γεννητικό σωλήνα. Σε ποσοστό 4% ενοχοποιούνται άλλες ενδοκρινικές διαταραχές και κυρίως η ύπαρξη αυξημένης προλακτίνης, γεγονός που καθιστά σημαντική τη διερεύνησή της.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η αναμονή, στο πλαίσιο των τακτικών επαφών και η αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που μπορεί να συμβάλουν στην Υπογονιμότητα, όπως οι διαταραχές ωορρηξίας, είναι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπισή της. Αυτό φυσικά δεν είναι ανεξάρτητο από την ηλικία του ζευγαριού, πρωτίστως της Γυναίκας αλλά και του Άνδρα.
Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας δεν μπορεί παρά να είναι ο σωστός και γρήγορος προσδιορισμός των χαρακτηριστικών του ζευγαριού. Πριν βασιστεί η γονιμότητα ως ανεξήγητη και υιοθετηθούν συμβατικά πρωτόκολλα διέγερσης πρέπει να δούμε αν ο έλεγχος γονιμότητας ήταν πλήρης και αν τα αποτελέσματα του ελέγχου ερμηνεύθηκαν κατάλληλα. Επίσης, οι εξετάσεις πρέπει να είναι ενημερωμένες και να μην αποκλείουμε το ενδεχόμενο της αλλαγής των δεδομένων στην πάροδο του χρόνου.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου στον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, τόσο αναφορικά με τις γνώσεις μας στον συγκεκριμένο τομέα όσο και με τις τεχνολογικές εξελίξεις, κυρίως στο θέμα των εργαστηρίων. Κομβικής σημασίας για την επιτυχή έκβαση της όλης προσπάθειας είναι ο βαθμός διέγερσης της ωοθήκης, δηλαδή ο αριθμός των ωαρίων που κατά την ωοληψία θα πάρουμε. O αριθμός των ωαρίων αυτών είναι σε άμεση συνάρτηση με το δυναμικό της ωοθήκης και αντίστοιχα σε αυτόν πρέπει να προσαρμόσουμε την θεραπεία μας. Ο στόχος πρέπει να είναι η αποτελεσματική και ορθολογική διέγερση της ωοθήκης ώστε να λάβουμε τον κατάλληλο αριθμό καλής ποιότητας ωαρίων χωρίς να διακινδυνεύσει η υγεία της Γυναίκας, μέσω της αλόγιστης ωοθηκικής διέγερσης. Ακολούθως, πρέπει να ταυτοποιηθούν τα έμβρυα με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμφύτευσης και να επιτευχθεί η κύηση στο συντομότερο δυνατό χρόνο.
Η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται και να προσαρμόζεται στις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά, αλλά και τις επιθυμίες του ζευγαριού.
Από τον Δρ. Γεώργιο Λάμπο, Μαιευτήρα Χειρουργό Γυναικολόγο (www.womanhealthy.gr)