Η δυναμική υπερηχογραφία καρδιάς (stress echo) είναι μια εξειδικευμένη τεχνική που επιτρέπει την πρώιμη και αξιόπιστη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου αλλά και την παρακολούθηση ασθενών που ήδη πάσχουν από αυτήν ή έχουν υποβληθεί στο παρελθόν σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη (καρδιακό bypass) ή επέμβαση αγγειοπλαστικής. Για τη διενέργεια αυτής της εξέτασης απαιτείται ειδική εκπαίδευση-εξειδίκευση στις νεότερες τεχνικές υπερήχων και ιδιαίτερη εμπειρία από τον θεράποντα ιατρό που την πραγματοποιεί, όπως επίσης κατάλληλος εξοπλισμός και ξεχωριστή επιμέλεια κατά τη διάρκειά της.
Ο Καρδιολόγος Δημήτρης Τριανταφύλλης μας παρουσιάζει την τεχνική με την υψηλή διαγνωστική ακρίβεια που στις Ευρωπαϊκές χώρες ήδη από το 2005, έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το test κοπώσεως.
Πώς γίνεται η εξέταση;
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης εκτιμάται η κινητικότητα όλων των καρδιακών τμημάτων, τόσο στην ηρεμία όσο και κατά την διάρκεια πρόκλησης (stress), η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο φαρμακολογικής φόρτισης με διαρκώς αυξανόμενες δόσεις ενδοφλέβιας δοβουταμίνης, για την ανίχνευση ισχαιμίας. Παράλληλα, ο ασθενής βρίσκεται υπό συνεχή παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος και της αρτηριακής πίεσης.
Ποιες είναι οι συνήθεις ενδείξεις διενέργειας Stress echo;
• Η συνήθης ένδειξη είναι η διάγνωση και εκτίμηση της βαρύτητας πιθανής στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς με συμπτώματα, όπως πόνος στο στήθος, δύσπνοια προσπάθειας ή άλλα θωρακικά ενοχλήματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να υποβληθεί σε δοκιμασία κόπωσης με άσκηση ή έχει ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις (χρήση διγοξίνης, υπερτροφία αριστερής κοιλίας, κατάσπαση ST ≥ 1mm, σύνδρομο WPW, αποκλεισμό αριστερού σκέλους). Άλλες καταστάσεις από το καρδιαγγειακό στις οποίες θα πρέπει να διενεργείται εξέταση stress echo είναι:
• Νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια ή συστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας στις περιπτώσεις όπου δεν προτιμάται έλεγχος με στεφανιογραφία
• Σύμπλοκες κοιλιακές αρρυθμίες και συχνές έκτακτες κοιλιακές συστολές (>30/ώρα) για τον έλεγχο σιωπηρής ισχαιμίας σε ασθενείς ενδιαμέσου καρδιαγγειακού κινδύνου για ύπαρξη στεφανιαίας νόσου
• Προ της έναρξης αντιαρρυθμικής αγωγής σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου
• Συγκοπτικό επεισόδιο σε ασθενή μετρίου ή υψηλού κινδύνου για στεφανιαία νόσο (global CAD risk)
• Υποψία οξέος στεφανιαίου επεισοδίου σε άτομο με φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα και φυσιολογική τροπονίνη αίματος.
• Μετά από άλλες διαγνωστικές εξετάσεις (δοκιμασία κόπωσης, σπινθηρογράφημα καρδιάς, στεφανιογραφία ή πολύ υψηλό CT calcium score από αξονική καρδιάς) με αποτελέσματα που είτε είναι αμφίβολα, είτε υποδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο.
• Προεγχειρητική εκτίμηση στο πλαίσιο αγγειοχειρουργικής επέμβασης (ή ενδεχομένως και άλλης επέμβασης ενδιάμεσου κινδύνου), ιδιαίτερα, σε ασθενή με κακή ή άγνωστη λειτουργική κατάσταση (< 4 METs) και ≥ 1 κλινικό παράγοντα κινδύνου (γνωστή καρδιοπάθεια, ιστορικό ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου, σακχαρώδης διαβήτης, νεφρική ανεπάρκεια)
• Εντός τριών μηνών μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (έμφραγμα μυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη) εφόσον δεν έχει γίνει στεφανιογραφία μετά το επεισόδιο.
• Μετά από επέμβαση επαναγγείωσης (αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών, αορτοστεφανιαία παράκαμψη-καρδιακό bypass) ή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης γνωστού καρδιοπαθούς, όταν εμφανίζονται νέα συμπτώματα ή υπάρχει επιδείνωση παλαιότερων ενοχλημάτων από την καρδιά. Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία στην αρχική επέμβαση δεν κατέστη δυνατή η πλήρης επαναιμάτωση, διενεργείται stress echo για τον έλεγχο ισχαιμίας και τον προγραμματισμό δεύτερης επέμβασης, ανεξαρτήτως συμπτωμάτων, εφόσον είναι εφικτό. Τέλος, ο τακτικός επανέλεγχος με stress echo, ίσως να είναι ωφέλιμος μετά παρέλευση διετίας από την αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών ή πενταετίας μετά καρδιακό bypass.
• Έλεγχος για την παρουσία ή μη βιώσιμου, “ζωντανού” καρδιακού μυϊκού ιστού, ο οποίος θα αναλάβει έργο σε ασθενή με προηγούμενα εμφράγματα και μέτρια ή σοβαρή δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας, υποψήφιο για επέμβαση επαναιμάτωσης.
• Μια επιπρόσθετη εφαρμογή της μεθόδου είναι η εκτίμηση της σοβαρότητας βαλβιδοπαθειών, όταν αυτό δεν είναι ξεκάθαρο από τις υπόλοιπες εξετάσεις.
Από τον Καρδιολόγο Δημήτρη Τριανταφύλλη (www.cardiovascular-lab.gr)