Η κνίδωση είναι μία κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ανάγλυφων εξανθημάτων (λέγονται “πομφοί”) που συνοδεύονται από έντονο κνησμό και έχουν χαρακτήρα μεταναστευτικό (δηλαδή, λίγες ώρες μετά την εμφάνισή τους, εξαφανίζονται για να επανεμφανιστούν αμέσως μετά σε γειτονικές περιοχές). Οι πομφοί κατά κανόνα παραμένουν στο ίδιο σημείο λιγότερο από 24 ώρες και υποχωρούν χωρίς να αφήσουν σημάδια. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να συνοδεύονται από αγγειοοίδημα, δηλαδή πρήξιμο στα βλέφαρα, τα χείλη, τα πτερυγίων των αυτιών. Η κνίδωση ανάλογα με τη διάρκειά της διακρίνεται σε οξεία (με εμφάνιση εξανθημάτων για λιγότερο από 6 εβδομάδες) και σε χρόνια (με εμφάνιση εξανθημάτων για περισσότερο από 6 εβδομάδες). Οξεία κνίδωση εμφανίζεται σε έως 20% των ατόμων παγκοσμίως, ενώ το ποσοστό των ασθενών με χρόνια κνίδωση είναι έως 3%, με λίγο χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης σε παιδιά.
Είναι σημαντικό να γίνει ο διαχωρισμός αυτός, αφού τόσο τα αίτια όσο και η διάγνωση, αλλά και η θεραπεία είναι διαφορετική σε αυτές τις δύο περιπτώσεις. Η οξεία κνίδωση μπορεί να είναι επικίνδυνη, αφού μπορεί και να προκύψει ως αποτέλεσμα αλλεργικής αντίδρασης, ενώ η χρόνια δεν είναι επικίνδυνη, αλλά είναι αυτή που επηρεάζει λόγω της διάρκειας και της έντασής της περισσότερο την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η χρόνια κνίδωση είναι νόσος με υψηλό κόστος, απρόβλεπτη εξέλιξη, ανθεκτικότητα στη θεραπεία, ενώ είναι πολύ συχνό οι ασθενείς να έχουν επηρεασμένη απόδοση στην εργασία τους και στο σχολείο. Παράλληλα, αναφέρουν επηρεασμένες διαπροσωπικές σχέσεις και σεξουαλική δυσλειτουργία.
Πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν ότι μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά η διάγνωση της χρόνιας κνίδωσης και αυτό προκαλεί αναστάτωση στους ασθενείς, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που μπορεί στη μακρά αυτή διαδρομή να παραιτηθούν από την αναζήτηση ιατρικής φροντίδας. Για το χρονικό διάστημα που η χρόνια κνίδωση δεν ελέγχεται οι ασθενείς έχουν επηρεασμένη κοινωνική ζωή, ενώ μπορεί να απέχουν από άθληση και φυσική δραστηριότητα. Η μεγάλη ένταση εξανθημάτων μπορεί να οδηγεί τους ασθενείς να νιώθουν ντροπή και μειωμένη αυτοπεποίθηση για την εξωτερική τους εμφάνιση, ενώ ενώ μπορεί να υπάρχει αντίκτυπος και στην επιλογή ρούχων (για να καλύπτονται και να μην φαίνονται τα κνιδωτικά εξανθήματα). Επιπρόσθετα, η φαγούρα που συνοδεύει τα εξανθήματα οδηγεί σε επηρεασμένο ύπνο, απουσίες από εργασία και σχολείο. Σε περιπτώσεις δε που η κνίδωση συνυπάρχει με αγγειοοίδημα υπάρχει ο φόβος για ασφυξία, που μπορεί να μην είναι δικαιολογημένος, αλλά εκφράζεται από μεγάλο ποσοστό των ασθενών, ενώ μπορεί να συνοδεύεται μέχρι και από πόνο και περιορισμένη λειτουργικότητα.
Μάλιστα, 1 στους 3 ασθενείς που πάσχουν από χρόνια κνίδωση μπορεί ταυτόχρονα να εμφανίζει και ψυχιατρικές εκδηλώσεις (αγχώδεις διαταραχές, συναισθηματικό stress, κατάθλιψη) χωρίς ακόμη να είναι σαφές αν αυτές προϋπάρχουν ή είναι απόρροια της νόσου. Το εντυπωσιακό είναι ότι είναι συγκρίσιμος ο επηρεασμός της ποιότητας ζωής στη χρόνια κνίδωση με αυτόν από νοσήματα, όπως η σοβαρή στεφανιαία νόσος ή ο σακχαρώδης διαβήτης.
Από όλα αυτά κρίνεται απαραίτητη η ορθή προσέγγιση από Αλλεργιολόγο για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της χρόνιας κνίδωση είτε με αντιισταμινικά είτε σε περιπτώσεις επίμονης ανθεκτικής νόσου με βιολογικούς παράγοντες που μπορούν να ελέγξουν τις εκδηλώσεις και να προσφέρουν μία καθημερινότητα ελεύθερη άγχους, ανησυχίας και όσο πιο κοντά στην προ της έναρξης της κνίδωσης ζωής τους.
Από την Αλλεργιολόγο Παίδων & Ενηλίκων, Σοφία Κωστούδη (www.kostoudi.gr)