Ο δυτικός τρόπος ζωής και η ενεργός συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνία, κυρίως τα τελευταία 200 χρόνια έδωσε στην γυναίκα πολλές αξίες και δυνατότητες, εις βάρος όμως του χρόνου που αφιέρωνε αποκλειστικά στη συζυγική εστία.
Όταν μια γυναίκα κοιτάξει πίσω στο χρόνο μπορεί να ανακαλύψει ότι κανείς δεν την προειδοποίησε για τον κίνδυνο να χάσει το τρένο της μητρότητας και να εμπλακεί σε ένα δύσκολο αγώνα για να αποκτήσει ένα παιδί. Είναι γνωστό ότι η ηλικία της γυναίκας παίζει ρόλο στη γονιμότητά της. Από τη γέννησή μας, είμαστε σχεδιασμένοι να αναπαραγόμαστε σε νεαρή ηλικία. Η σοφή Φύση δεν προέβλεψε όμως ότι οι γυναίκες θα σπούδαζαν, θα έκαναν καριέρα ή απλά θα επέλεγαν να καθυστερήσουν τη γονιμοποίησή τους για ένα μετέπειτα στάδιο της ζωής τους! Έτσι η γυναίκα σήμερα σπουδάζει, οργανώνει το μέλλον της, κτίζει καριέρα, χωρίς να συνειδητοποιεί πως η μητρότητά έχει αρχή και τέλος!
Οι σύγχρονες Ελληνίδες γεννάνε συνήθως μεταξύ 30-34 ετών, ενώ υπάρχει σταδιακή αύξηση του ορίου μετά τα 35 έτη.
Εν γένει η ικανότητα μιας γυναίκας για σύλληψη και ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης συνδέεται με τον αριθμό και την υγεία των ωαρίων που διατηρεί στις ωοθήκες της. Έτσι με την αύξηση της ηλικίας η πιθανότητα εμφάνισης γενετικών ανωμαλιών, αλλά και παθολογικής έκβασης (υπέρταση, εκλαμψία, σακχαρώδης διαβήτης, νεογνά υπολειπόμενης ανάπτυξης, προωρότητα) αυξάνεται μέχρις ότου η γυναίκα φέρει στο σπίτι ένα υγιές παιδί.
Σε νεότερες γυναίκες το ποσοστό εμφάνισης ωαρίων που παρουσιάζουν γενετικές βλάβες ανέρχεται σε 15-20%, σε γυναίκες άνω των 35 ετών, φτάνει το 80%! Αυτό σημαίνει πρακτικά αυξημένο κίνδυνο αποβολών και αύξηση του ποσοστού εμφάνισης παθολογιών της κύησης και γενετικών ανωμαλιών.
Είναι λοιπόν χρήσιμο η σύγχρονη γυναίκα να γνωρίζει πως η γονιμότητά της μετά τα 35 έτη παρουσιάζει εμφανή πτωτική καμπύλη. Δεν σημαίνει βέβαια, πως δεν υπάρχουν γυναίκες που συλλαμβάνουν φυσιολογικά στα 42 ή και στα 45 τους χρόνια, όμως αυτές αποτελούν εξαίρεση…..
Κάθε γυναίκα γεννιέται με ένα συγκεκριμένο αριθμό ωοθυλακίων (περίπου 500.000) τα οποία με την πάροδο των χρόνων μειώνονται λόγω της προγραμματισμένης από τον οργανισμό ωοθυλακικής ατρησίας (κυτταρικό θάνατο), σε αντίθεση με τον άνδρα στον οποίο κάθε περίπου 90 ημέρες δημιουργούνται νέα σπερματοκύτταρα –σπερματίδες-σπερματοζωάρια, με τη διαδικασία της σπερματογένεσης.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, εκτός από την μείωση του αριθμού των ωοθυλακίων φαίνεται πως και η ποιότητα των ωαρίων είναι χειρότερη σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, με αποτέλεσμα να καθιστούν τη σύλληψη δυσκολότερη. Έχει τεκμηριωθεί πως στις γυναίκες αυτές μειώνεται η μεταβολική ικανότητα των ωαρίων με αποτέλεσμα την πτώση της ενεργειακής τους ικανότητας. Ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας της σύλληψης υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εμφανιστούν χρωμοσωμικές ανωμαλίες αλλά και αποβολές Η δυσκολία σύλληψης αλλά και η εμφάνιση πολλαπλών αποβολών (καθ΄έξιν) συνδυάζεται με το επιβαρυμένο λόγω ηλικίας γυναικολογικό ιστορικό (λοιμώξεις, πολύποδες, ινομυώματα, ενδομητρίωση, αδενομύωση).
Το χρόνιο πυελικό άλγος, η δυσμηνόρροια, από νεαρή ηλικία, είναι θέματα που θα πρέπει να ευαισθητοποιούν τις νεαρές γυναίκες για τον κίνδυνο δημιουργίας ενδομητρίωσης-αδενομύωσης ή και χρόνιων φλεγμονών που θα έχουν αντίκτυπο στην γονιμότητα και την μελλοντική τους υγεία.
Στους επιβαρυντικούς παράγοντες για την γονιμότητα θα προσθέσουμε το κάπνισμα, το αλκοόλ και το πάχος.
Επομένως σημαντικό βήμα για την αξιολόγηση της γονιμότητας της γυναίκας αποτελεί η εκτίμηση των αποθεμάτων ωοθυλακίων στις ωοθήκες. Η εκτίμηση αυτή αποκτά εξαιρετική αξία σε γυναίκες άνω των 35 ετών, με ιστορικό πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας, χειρουργικών επεμβάσεων (ωοθηκεκτομή), μετά από αντικαρκινικές θεραπείες και σε γυναίκες οι οποίες πρόκειται να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ειδικότερες εξετάσεις είναι οι ορμονικές μετρήσεις (FSH, LH, PRL, Ez προγεστερόνη) και AMH, καθώς και ο συστηματικός υπερηχογραφικός έλεγχος των ωοθηκών.
Απάντηση στις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν από την γυναικεία υπογονιμότητα δίνει η κρυοσυντήρηση των ωαρίων. Η διαδικασία γίνεται σε νεαρότερη ηλικία, ώστε να εξασφαλίσει αργότερα την ποθούμενη μητρότητα.
Γίνεται σαφές ο λόγος για τον οποίο στις μέρες μας όλο και περισσότερες γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικά ηλικίας στρέφονται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Η ηλικία επηρεάζει τα ποσοστά επιτυχίας της εγκυμοσύνης κατά τον ίδιο τρόπο και στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Μια νέα γυναίκα με προβλήματα υπογονιμότητας έχει πολύ υψηλές πιθανότητες να αποκτήσει παιδί με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ενώ μια γυναίκα μεγαλύτερη των 40 ετών, ακόμη και αν είναι ήδη μητέρα ενός παιδιού, έχει μειωμένες πιθανότητες και αυτό κυρίως λόγω του χαμηλού γενετικού υλικού των ωαρίων της. Αντίθετα, η γυναικεία μήτρα δείχνει να μην έχει ηλικιακό όριο, όσον αφορά στη διεκπεραίωση μιας εγκυμοσύνης.
Έτσι βλέπουμε γυναίκες αρκετά μεγάλες 45 ή και 50 ετών, τελευταία ακόμη και γυναίκες άνω των 60 να τεκνοποιούν με τη μέθοδο της δωρεάς ωαρίων και μάλιστα να γεννούν ένα υγιέστατο μωρό. Τα ωάρια αυτά λαμβάνονται βέβαια από μια νεαρότερη δότρια, οπότε το γενετικό υλικό έχει την ηλικία της δότριας.
Συμπερασματικά θα είχα να συμβουλεύσω τις νεαρές κοπέλες να αξιολογήσουν από νωρίς το θέμα της μητρότητας, ως προς τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν αν το αναβάλλουν για μετά τα 35 ή εάν δεν γίνεται από θέμα καριέρας ή έλλειψης μόνιμου συντρόφου να προβούν όσο είναι καιρός σε κατάψυξη ωαρίων.