Η ελκώδη κολίτιδα (ΕΚ) και η νόσος του Crohn (ΝC), αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην γαστρεντερολογία. Πρόκειται για αυτοάνοσα νοσήματα που προκαλούν χρόνια (δια βίου) φλεγμονή του πεπτικού σωλήνα με πορεία εξάρσεων και περιόδων ύφεσης άλλοτε άλλης διάρκειας. Οι ασθενείς αναφέρουν σημαντική επίπτωση στις κοινωνικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις τους ενώ η χρόνια φύση της νόσου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές και σε χειρουργικές επεμβάσεις.
Σήμερα, περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με ΙΦΝΕ. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια αν και ο περιορισμός της ΕΚ μόνο στο παχύ έντερο αποτελεί ειδοποιό στοιχείο ενώ η ΝC μπορεί να προσβάλλει όλον τον πεπτικό σωλήνα από το στόμα μέχρι και τον πρωκτό.
Η ακριβής αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι παράγοντες του περιβάλλοντος δρώντας σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα, επηρεάζουν τον εντερικό μικροβιακό πληθυσμό προκαλώντας ανοσολογικές διαταραχές που οδηγούν στη νόσο. Η διατροφή ενοχοποιείται λόγω άμεσης επαφής με τον πεπτικό σωλήνα, με την “δυτική δίαιτα” (υψηλή σε πρωτεΐνες και λιπαρά αλλά χαμηλή σε φρούτα και λαχανικά) να θεωρείται αρκετά πιθανή αιτία. Ο ρόλος των ψυχολογικών παραγόντων είναι αμφίβολος αλλά ίσως να συντελούν στην εμφάνιση υποτροπής σε ήδη εγκαταστημένη νόσο. Το κάπνισμα διπλασιάζει τον κίνδυνο για ΝC ενώ πιθανά προστατεύει από την εμφάνιση ΕΚ χωρίς όμως να βελτιώνει την φυσική πορεία της νόσου.
Τα ΙΦΝΕ παρουσιάζουν συμπτώματα όχι μόνο από το πεπτικό αλλά και από άλλα όργανα (αρθρώσεις, δέρμα, οφθαλμούς, ήπαρ κα). Οι εντερικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν κυρίως διαρροϊκές κενώσεις (συχνά βλεννοαιματηρές) που μπορεί να συνοδεύονται από τεινεσμό και κολικοειδή κοιλιακά άλγη. Και στα δύο νοσήματα εμφανίζονται γενικά προβλήματα όπως κόπωση, αναιμία, καταβολή, ανορεξία, απώλεια βάρους, πυρετός ενώ σε νόσο της παιδικής ηλικίας η καθυστέρηση της ανάπτυξης και της έναρξης της ήβης αποτελούν σημαντικά προβλήματα. Η χρόνια φλεγμονή μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές όπως: εντερική στένωση, αιμορραγία, τοξικό μεγάκολο, διάτρηση, συρίγγια και εμφάνιση καρκίνου.
Η διάγνωση στηρίζεται στην μεθοδική λήψη του ιστορικού και οριστικοποιείται με την βοήθεια πολλών εξετάσεων που διατίθενται σήμερα. Ο έλεγχος περιλαμβάνει ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις αίματος, μικροβιολογικό έλεγχο κοπράνων, ενώ η κολονοσκόπηση με λήψη βιοψιών είναι η πλέον σημαντική εξέταση. Η γαστροσκόπηση, ο έλεγχος του λεπτού εντέρου με “ασύρματη κάψουλα” ή “μαγνητική εντερογραφία” μπορεί να χρειασθούν για την πλήρη ταυτοποίηση της φλεγμονής. Η καλπροτεκτίνη κοπράνων είναι σημαντικός βιοδείκτης που διαχωρίζει το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου από τα ΙΦΝΕ και βοηθά στην εκτίμηση ανταπόκρισης στη θεραπεία και πρόβλεψη πιθανής υποτροπής.
Βασικός στόχος της θεραπείας στα ΙΦΝΕ είναι η αλλαγή της φυσικής πορείας της νόσου, μέσω στρατηγικής που εκτός από την ανακούφιση των συμπτωμάτων και την διατήρηση της ύφεσης, να επιτυγχάνει πλήρη επούλωση της φλεγμονής. Υπάρχει πληθώρα φαρμάκων που χρησιμοποιούνται μόνα ή συνδυαστικά (αντιφλεγμονώδη, ανοσοκατασταλτικά, αντιβιοτικά, ανοσοτροποποιητικά) ενώ η εισαγωγή των βιολογικών παραγόντων άλλαξε θεαματικά τον χειρισμό της φλεγμονής.
Η θεραπεία εξατομικεύεται από ασθενή σε ασθενή βάσει διαφόρων παραγόντων (ηλικία, έκταση προσβολής του εντέρου, βαρύτητα φλεγμονής, συνοδά νοσήματα, εξωεντερικές εκδηλώσεις, κα). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν στο μέλλον οι γονιδιακές μελέτες ενώ ήδη σε ερευνητικό επίπεδο υπάρχει μεγάλη πρόοδος στην αναγνώριση και κατανόηση “μοριακών μονοπατιών φλεγμονής” με αποτέλεσμα την παραγωγή νέων φαρμακευτικών ουσιών.
Από τον Γαστρεντερολόγο Δημήτρη Ταμπακόπουλο