Ο όρος βλαισός μέγας δάκτυλος – κοινώς κότσι – εισήχθη στην ορθοπαιδική ορολογία από τον Carl Heuter για να περιγράψει το μόνιμο υπεξάρθρημα της πρώτης μετατάρσιο-φαλαγγικής άρθρωσης (1η ακτίνα του ποδιού – μεγάλο δάκτυλο) με συνοδό παρεκτόπιση του μεγάλου δακτύλου προς τα μικρότερα και δημιουργία οστικής προπέτειας (προεξοχής) με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία ολόκληρου του άκρου ποδός, η οποία μπορεί να επηρεάσει μακροπρόθεσμα και τις κεντρικότερες αρθρώσεις (γόνατο, ισχίο, μέση) του σύστοιχου κάτω άκρου.
Οι αιτίες για την παραμόρφωση του μεγάλου δακτύλου είναι πολλές και ποικίλες αλλά ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί ποια είναι η επικρατέστερη. Έτσι, ο βλαισός μέγας δάκτυλος μπορεί να είναι κληρονομικός, να προκαλείται λόγω υπάρχουσας πλατυποδίας, λόγω χαλαρότητας των αρθρώσεων (χαλαροί σύνδεσμοι), ρίκνωσης και βράχυνσης του Αχίλλειου τένοντα, παχυσαρκίας, απώλεια δακτύλων του σύστοιχου ποδιού, εφαρμογής στενών υποδημάτων με υψηλό τακούνι, κ.α.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι όμως το ίδιο, με το μεγάλο δάκτυλο να παρεκτοπίζεται προς τα υπόλοιπα (σε βαθμό που μπορεί να εφιππεύει τα άλλα δάκτυλα) και να εμφανίζεται οστική προπέτεια (κότσι), το οποίο εκτός της κακής αισθητικής (πολλές φορές δεν υπάρχουν υποδήματα να χωρέσουν το παραμορφωμένο πόδι) οδηγεί σε ολοκληρωτική δυσλειτουργία του άκρου ποδός. Στη θέση του βλαισού μεγάλου δακτύλου ξεκινάει μια φλεγμονώδης διαδικασία με ερεθισμό του δέρματος και των υποκείμενων ιστών (αρθρικός θύλακος) που μπορεί να φτάσει σε βαθμό έλκους (πληγή), τα μαλακά μόρια πρήζονται (οίδημα) και ο πόνος γίνεται μόνιμος ακόμα και χωρίς την εφαρμογή υποδημάτων. Η άρθρωση λόγω της μη φυσιολογικής ανατομίας αρχίζει να καταστρέφεται και να αναπτύσσεται αρθρίτιδα.
Η εμφάνιση του βλαισού μεγάλου δακτύλου μπορεί να αφορά είτε νεαρές ηλικίες (<20 ετών) οπότε μιλάμε για νεανικό βλαισό μέγα δάκτυλο είτε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Η διάγνωση της πάθησης είναι πρωτίστως κλινική και επιβεβαιώνεται με απλές ακτινογραφίες του άκρου ποδός. Οι ακτινογραφίες είναι απαραίτητες κυρίως για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό σε περίπτωση που αυτό επιθυμεί ο ασθενής.
Η αντιμετώπιση του βλαισού μεγάλου δακτύλου ασφαλώς είναι διαφορετική για τους ασθενείς των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων και σε κάθε περίπτωση εξατομικευμένη για κάθε ασθενή και για κάθε πόδι. Η εμφάνιση και στο άλλο πόδι βλαισού μεγάλου δακτύλου είναι αναμενόμενη σε ποσοστό περίπου 50% και αυξάνει περισσότερο αν δεν αρθεί η επίδραση εξωγενών παραγόντων, όπως είναι τα στενά υποδήματα με ψηλά τακούνια, η βλαισοπλατυποδία, η χαλαρότητα των συνδέσμων κ.α.
Έχουν περιγραφεί περισσότερες από 40 διαφορετικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση του βλαισού μεγάλου δακτύλου γεγονός που δηλώνει ότι δεν υπάρχει μια και μόνο επέμβαση που να είναι κατάλληλη για όλων των τύπων τις παραμορφώσεις.
Η αντιμετώπιση του νεανικού βλαισού μεγάλου δακτύλου έχει ιδιαιτερότητα και έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει να επιλεγεί πολύ προσεκτικά η διορθωτική επέμβαση για να έχει διάρκεια στο χρόνο και κατά συνέπεια να μην υποτροπιάσει η πάθηση.
Όσον αφορά το επίπεδο του πόνου μετά ένα χειρουργείο για τη διόρθωση του βλαισού μεγάλου δακτύλου – έχει δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από αυτό το θέμα – εξαρτάται από την παρεμβατικότητα στους ιστούς και τα οστά για τη διόρθωση του αρχικού προβλήματος. Έτσι, όσο πιο τραυματική είναι μια επέμβαση τόσο περισσότερο μετεγχειρητικό πόνο θα προκαλέσει. Ασφαλώς, εδώ αξίζει να σημειωθεί ο καθοριστικός ρόλος του αναισθησιολόγου που θα αναλάβει, εκτός από το είδος της νάρκωσης του ασθενούς, και τη μετεγχειρητική αναλγησία.
Η αποκατάσταση του ασθενούς ξεκινάει άμεσα με τη βάδιση με ειδικά υποδήματα αμέσως μόλις το επιτρέψει ο πόνος και σίγουρα θα πρέπει να έχουν ηρεμήσει τα τραύματα. Αρχικά, η βάδιση γίνεται με ειδικό περιπατητήρα (τύπου «Π» ή με βακτηρίες) και στη συνέχεια όσο προχωράει ο καιρός ο ασθενής επιστρέφει αρχικά στην εφαρμογή των δικών του μαλακών υποδημάτων και στη συνέχεια – όταν έχει ολοκληρωθεί η αποκατάσταση – μπορεί να φορέσει όποιο είδος παπουτσιού επιθυμεί.
Κάθε ορθοπαιδικός χειρουργός που χειρουργεί το βλαισό μέγα δάκτυλο οφείλει να οργανώνει έναν καλό προεγχειρητικό σχεδιασμό προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να έχει διάρκεια και να ικανοποιεί τον ασθενή, να ενημερώνει τον ασθενή για τη μετεγχειρητική εξέλιξη και να εξασφαλίζει τη σωστή επιλογή επέμβασης για τη διόρθωση της αρχικής παραμόρφωσης.
Aπό τον Ορθοπαιδικό Χειρουργό Ιωάννη Νικολόπουλο