Κάθε γυναίκα αποτελεί αναπόσπαστο και απαραίτητο κομμάτι της σύγχρονης κοινωνίας, καθώς επιτελεί πολλαπλούς ρόλους και σχετίζεται με αρκετά διαφορετικά άτομα από τον περίγυρό της. Η επιστήμη με τη σειρά της συμβάλλει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία της υγείας κάθε προσώπου της κοινωνίας. Ο καρκίνος του μαστού ανήκει στην κατηγορία των νόσων που απασχολούν αρκετά συχνά την επικαιρότητα, γιατί όμως;
O Oγκολόγος – Παθολόγος Δρ Δαυίδ Συμεωνίδης μας μιλάει γι’ αυτόν και μας τονίζει πως εάν αντιμετωπιστεί σε πρώιμο στάδιο, τότε μπορεί να θεραπευτεί.
Φόβο προκαλούν τα στατιστικά στοιχεία των γυναικών που νοσούν από καρκίνο του μαστού…
Στατιστικά 1 στις 8 γυναίκες θα διαγνωσθούν κάποια στιγμή στη ζωή τους με καρκίνο του μαστού, ενώ η μέση ηλικία διάγνωσης είναι γύρω στα 60 έτη με μια τάση μείωσης μάλιστα. Μιλάμε για γυναίκες παραγωγικής ηλικίας σε όλους τους τομείς και για πολύ υψηλά ποσοστά, οπότε αντιστοίχως και μεγάλο αριθμό γυναικών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο μαστού ετησίως. Καθώς ακούμε αυτά τα νούμερα ίσως προκαλείται φόβος, όμως είναι σημαντικό να αντιπαραβάλλουμε πως κάθε χρόνο μειώνονται οι θάνατοι από καρκίνο του μαστού κατά 1,8%.
Σε αυτό συνεισφέρει και η έγκαιρη πρόληψη, καθώς σε περίπτωση πρώιμης διάγνωσης καρκίνου στον μαστό τα ποσοστά πλήρης ίασης της νόσου αγγίζουν το 95%. Αυτός είναι και ο λόγος, που κάθε χρόνο ανανεώνονται τα πρωτόκολλα πρόληψης του γενικού πληθυσμού, καθιστώντας πιο απλή την κατανόηση και την πραγματοποίησή τους.
Πώς γίνεται η πρόληψη;
Υπάρχουν αρκετά μέσα πλέον που έχουμε στη διάθεσή μας, όμως το πρώτο είναι η αυτό-εξέταση. Κάθε γυναίκα οφείλει να γνωρίζει το σώμα της, αφού είναι η μόνη που μπορεί να αντιληφθεί έγκαιρα κάθε αλλαγή σε αυτό. Αν λοιπόν παρατηρηθεί οποιαδήποτε αλλαγή στους μαστούς ακόμα κι αν φαίνεται αθώα, τότε πρέπει να ζητήσει ιατρική βοήθεια, καθώς ο ειδικός σε θέματα μαστού θα μπορέσει να αναγνωρίσει με ασφάλεια την ύπαρξη ή μη κάποιας παθολογικής κατάστασης. Στη συνέχεια ιδιαίτερη σημασία έχει το οικογενειακό ιστορικό και η πιθανότητα ύπαρξης κληρονομικού συνδρόμου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες στα 40 μια γυναίκα ξεκινάει τον απεικονιστικό έλεγχο με μαστογραφία και υπέρηχο μαστού, όμως, αν τίθεται υποψία κληρονομικότητας αυτός ο έλεγχος δύναται να ξεκινήσει νωρίτερα.
Οπότε κάθε γυναίκα οφείλει να φτιάξει ένα οικογενειακό δέντρο, σε έναν ειδικό ιατρό και αν υπάρχει κάποια πιθανότητα ύπαρξης κληρονομικότητας να προχωρήσει στον κατάλληλο γονιδιακό έλεγχο και αναλόγως να παρακολουθείται απεικονιστικά.
Ο γονιδιακός έλεγχος είναι πλέον τεχνική ρουτίνας με χαμηλό κόστος, καθώς το κράτος συχνά καλύπτει μέρος αυτού. Να προσθέσουμε επίσης, πως μαζί με τη μαστογραφία και τον υπέρηχο μαστών σε ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και η μαγνητική τομογραφία μαστών, η οποία δεν υποκαθιστά τις προηγούμενες εξετάσεις, απλά προσθέτει επιπλέον πληροφορίες στις περιπτώσεις που απαιτείται.
Η επιστήμη έχει σημειώσει πρόοδο στη θεραπεία της νόσου;
Έχει προχωρήσει αρκετά, αφού πλέον υπάρχουν πολλαπλά χημειοθεραπευτικά σκευάσματα με τη θεραπεία να εξατομικεύεται. Μάλιστα το προφίλ των φαρμάκων έχει βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό που υπάρχουν ελάχιστες ή και καθόλου παρενέργειες. Μαζί με τα κλασικά σκευάσματα χημειοθεραπείας, χρησιμοποιούνται στοχευμένοι παράγοντες, οι οποίοι στοχεύουν κάποια συγκεκριμένα σημεία του καρκίνου προσφέροντας μεγαλύτερη θεραπευτική αποτελεσματικότητα, ενώ τον τελευταίο καιρό έχει αποκτήσει και τη δική της θέση η ανοσοθεραπεία. Ακόμα και όταν μιλάμε για μεταστατική νόσο διαθέτουμε πολλαπλές γραμμές θεραπείας, εκ των οποίων κάποιες είναι σε μορφή ταμπλέτας και συχνά οι ασθενείς λαμβάνουν το ίδιο σκεύασμα για αρκετά χρόνια. Αυτό φυσικά απαιτεί έναν Ογκολόγο που γνωρίζει να χειρίζεται αυτές τις εναλλαγές των θεραπειών, με αποτέλεσμα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιβίωση κάθε ασθενούς.
Συνεπώς ο καρκίνος του μαστού είναι μια σημαντική και συχνή νόσος που στην πρώιμη διάγνωση μπορεί να πετύχουμε πλήρη ίασή της. Ακόμα όμως και σε προχωρημένα στάδια διαθέτουμε αρκετές θεραπευτικές επιλογές και η κάθε ασθενής μπορεί να ζει μια φυσιολογική καθημερινότητα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα και την κατάλληλη θεραπεία.
Από τον Ογκολόγο – Παθολόγο Δρ. Δαυίδ Συμεωνίδη (www.david-symeonidis.gr)