Ως αρρυθμία ορίζεται η διαταραχή του καρδιακού ρυθμού. Συνεπώς, όποιος ρυθμός δεν εντάσσεται σε αυτό που έχουμε ορίσει ως «φυσιολογικό» θεωρείται αρρυθμία. Οι αρρυθμίες ενδέχεται να είναι επικίνδυνες, να υποκρύπτουν κάποια καρδιαγγειακή νόσο, να υποδηλώνουν την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης ή να είναι εντελώς «καλοήθεις».
Ο Καρδιολόγος Δρ Ανδρέας Τασσόπουλος μας δίνει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, ούτως ώστε εάν παρουσιαστεί κάποια διαταραχή στους καρδιακούς παλμούς μας, να ανατρέξουμε στους ειδικούς.
Ποιος είναι ο φυσιολογικός ρυθμός της καρδιακής συχνότητας και πότε έχουμε αρρυθμίες;
Ο φυσιολογικός ρυθμός (φλεβοκομβικός) και η καρδιακή συχνότητα συνήθως κυμαίνεται από 60 ως 100 παλμούς ανά λεπτό. Ανάλογα με το αν πρόκειται για ταχείς ή βραδείς ρυθμούς, οι αρρυθμίες διακρίνονται σε ταχυαρρυθμίες (ταχυκαρδίες) και βραδυαρρυθμίες (βραδυκαρδίες) αντίστοιχα. Ωστόσο, ένας βραδύς ρυθμός (<60 χτύποι/λεπτό) δεν αποτελεί απαραίτητα παθολογική κατάσταση, καθώς αυτό μπορεί να παρατηρείται φυσιολογικά, ειδικά σε νέους/γυμνασμένους ανθρώπους, σε ηρεμία ή κατά τον ύπνο.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι η ταχυκαρδία μπορεί απλά να αποτελεί αντίδραση σε κάποια άλλη κατάσταση, παθολογική ή μη, όπως, φόβος/άγχος, άσκηση, πυρετός, αναιμία κ.α. (φλεβοκομβική ταχυκαρδία). Σε αυτή την περίπτωση, η άρση του αιτίου θα αποκαταστήσει και το φυσιολογικό ρυθμό της καρδιάς. Είναι όμως δυνατόν οι αρρυθμίες να συνδέονται με παθολογικές καταστάσεις όπως στεφανιαία νόσος, μυοκαρδίτιδα/μυοκαρδιοπάθειες, θυρεοειδοπάθειες, ηλεκτρολυτικές διαταραχές κ.α. Συχνά όμως δεν ανευρίσκεται κάποιο αίτιο και οι αρρυθμίες αποκαλούνται «ιδιοπαθείς». Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην κολπική μαρμαρυγή, μια αρκετά συχνή αρρυθμία, η οποία μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς καμία πάθηση του καρδιαγγειακού και έχει την ιδιαιτερότητα ότι συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Οι αρρυθμίες παρουσιάζουν συμπτώματα;
Οι αρρυθμίες είναι δυνατό να γίνονται αντιληπτές από τον ασθενή (αίσθημα παλμών, αίσθημα «κενού» ή αναπήδησης), να προκαλούν συμπτώματα όπως θωρακικό άλγος, δύσπνοια, ζάλη/απώλεια συνείδησης (συγκοπή), ή να είναι εντελώς ασυμπτωματικές. Όπως είναι λογικό, οι αρρυθμίες που συνοδεύονται από συμπτώματα όπως πόνο, δύσπνοια ή συγκοπή θα πρέπει να οδηγήσουν τον ασθενή άμεσα στον καρδιολόγο για έλεγχο. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις που οι αρρυθμίες γίνονται ελάχιστα ή καθόλου αντιληπτές, η καρδιολογική εκτίμηση κρίνεται επιβεβλημένη για την εξακρίβωση της φύσης και της αιτίας της αρρυθμίας, των πιθανών κινδύνων της και την ανάγκη θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Με ποιες εξετάσεις γίνεται η διάγνωση;
Ο βασικός έλεγχος περιλαμβάνει λήψη ατομικού/οικογενειακού ιστορικού, κλινική εξέταση, ηλεκτροκαρδιογράφημα, απεικόνιση με υπέρηχο καρδιάς, εξετάσεις αίματος, περιπατητική καταγραφή του καρδιακού ρυθμού για 24 ή περισσότερες ώρες (Holter ρυθμού) και ενδεχομένως δοκιμασία κόπωσης σε κυλιόμενο τάπητα. Ανάλογα με τα ευρήματα του πρωταρχικού ελέγχου, ενδέχεται να απαιτηθεί η διενέργεια επιπλέον εξετάσεων, όπως μαγνητική τομογραφία καρδιάς, έλεγχος ισχαιμίας με κάποια αναίμακτη μέθοδο (π.χ. stress echo), στεφανιογραφία, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη, γενετικός έλεγχος ή/και υποδόρια εμφύτευση συσκευής μακροχρόνιας καταγραφής καρδιακού ρυθμού (Implantable Loop Recorder- ILR).
Πότε επιβάλλεται η θεραπευτική παρέμβαση;
Η ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης για μία αρρυθμία εξαρτάται από τη φύση της, την ύπαρξη ή όχι υποκείμενης νόσου, την επικινδυνότητά της, τα συμπτώματα που προκαλεί και τη συχνότητα εμφάνισής της. Συχνά δεν απαιτείται παρέμβαση ή αρκούν απλά μέτρα, όπως περιορισμός του άγχους, της χρήσης καφεΐνης και η διακοπή καπνίσματος. Όταν απαιτείται θεραπεία, αυτή μπορεί να περιλαμβάνει: αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου (π.χ. καρδιοπάθεια ή θυρεοειδοπάθεια), διόρθωση ηλεκτρολυτικών διαταραχών, τοποθέτηση βηματοδότη (για σοβαρές βραδυαρρυθμίες), χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων, ανάταξη της αρρυθμίας με χορήγηση ηλεκτρικού ρεύματος (συγχρονισμένη καρδιομετατροπή), επεμβατική κατάλυση της αρρυθμίας (ablation) ή/και τοποθέτηση απινιδωτή. Τέλος, η ύπαρξη κολπικής μαρμαρυγής συχνά απαιτεί τη χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής (για κάποιο χρονικό διάστημα ή μόνιμα), με σκοπό την πρόληψη του εγκεφαλικού επεισοδίου.
Από τον Καρδιολόγο Δρ Ανδρέα Τασσόπουλο