Η ηλικία ενός ανθρώπου μπορεί να καθοριστεί κυρίως από το πρόσωπο και το δέρμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου επηρεάζονται τόσο τα χαρακτηριστικά του προσώπου όσο και η ποιότητα του δέρματος με αποτέλεσμα να εμφανίζεται χαλάρωση και ρυτίδες.
Η αντιμετώπιση των ρυτίδων του προσώπου κατά ένα μεγάλο βαθμό γίνεται με την εφαρμογή μη επεμβατικών μεθόδων, όπως βοτουλινική τοξίνη (Dysport, Botox), υαλουρονικό οξύ, Thread lift, πλάσμα (PRP), μεσοθεραπεία, ραδιοσυχνότητες, Laser ανάπλασης και πολλές άλλες.
Παρόλα αυτά σε αρκετές περιπτώσεις οι παραπάνω μέθοδοι δεν επαρκούν για την αντιμετώπισή τους, έτσι καθίσταται απαραίτητη η εφαρμογή ρυτιδοπλαστικής προσώπου, γνωστής και ως Facelift. Κατά την επέμβαση αφαιρείται η περίσσεια δέρματος και λίπους και συντελείται ανόρθωση και σύσφιξη των μυών του προσώπου και του λαιμού. Τη συγκεκριμένη επέμβαση συνήθως τη συνδυάζουμε με βλεφαροπλαστική και λιποαναρρόφηση κυρίως στην περιοχή του λαιμού.
Ωστόσο, το πρόσωπο δεν αποτελείται μόνο από δέρμα και μυς. Καθώς μεγαλώνουμε η μύτη έχει πτωτική τάση, γίνεται μεγαλύτερη και πιο παχιά. Έχουμε παρατηρήσει ότι άτομα που υπεβλήθησαν σε λειτουργική ρινοπλαστική, εκτός μιας πιο όμορφης και λειτουργικής μύτης, απέκτησαν και νεότερο πρόσωπο. Έτσι εάν θέλουμε να έχουμε μια συνολική αναδόμηση – ανάπλαση προσώπου ο συνδυασμός της ρυτιδοπλαστικής με την ρινοπλαστική μας δίνει το πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, λειτουργικό και αισθητικό. Αυτό γιατί η μύτη κατέχει κεντρική θέση στο πρόσωπο και έτσι η επέμβαση της ρινοπλαστικής που ουσιαστικά δημιουργεί μια καινούργια μορφή, κάνει το πρόσωπο να φαίνεται ανανεωμένο.
Σε περιπτώσεις που συνδυάζουμε face lifting και ρινοπλαστική, προτιμούμε την κλειστή μέθοδο ρινοπλαστικής, ενώ το mini lifting, με λιγότερο τράβηγμα αλλά και γενικότερα μικρότερη καταπόνηση του προσώπου (τομές και σημάδια) αποτελεί την νεότερη τάση στην χειρουργική πλαστική προσώπου. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι μείζονος σημασίας είναι ο ρόλος του αναισθησιολόγου, λόγω της διάρκειας της επέμβασης και της χρήσης ελεγχόμενης υπότασης ώστε να αποφεύγονται οιδήματα και αιματώματα και της χορήγησης αναλγητικής αγωγής. Κατά την μετεγχειρητική τους πορεία οι ασθενείς δεν αναφέρουν πόνο ή ιδιαίτερη δυσφορία. Το αποτέλεσμα αρχίζει να γίνεται εμφανές μετά περίπου δεκαημέρου, οπότε και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις δραστηριότητες του, ενώ με την πάροδο ενός περίπου μήνα η συνολική ανανέωση είναι πραγματικότητα.
Ο συνδυασμός των παραπάνω επεμβάσεων έχει σαφώς ένα πιο αρμονικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως δεν αλλοιώνει τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου αλλά προσδίδει μια φρεσκάδα, η οποία είναι συνολική και μεγάλης διάρκειας.
Από τον Κωνσταντίνο Μακρυπίδη Χειρουργό Ω.Ρ.Λ με εξειδίκευση στην πλαστική χειρουργική προσώπου