Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των θεραπειών για την υπογονιμότητα σήμερα. Σε κάποια ζευγάρια, δεν μπορεί παρά να είναι η μοναδική λύση για τη δημιουργία επιτυχούς σύλληψης. Σε αρκετά ζευγάρια, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να είναι η τελευταία θεραπευτική μέθοδος, όταν όλες οι υπόλοιπες έχουν αποτύχει.
Απόλυτες ενδείξεις για τη διενέργεια εξωσωματικής θεωρούνται ο σοβαρός ανδρικός παράγων, όταν δηλαδή υπάρχει ένα έντονα παθολογικό σπερμοδιάγραμμα (<1 εκ ανακτηθέντα κινούμενα σπερματοκύτταρα), καθώς και ο σαλπιγγικός παράγων, όπου η διερεύνηση των αιτιών της υπογονιμότητας έχει καταδείξει ότι και οι δυο σάλπιγγες είναι αποφραγμένες ή απουσιάζουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διενέργεια εξωσωματικής είναι επιβεβλημένη αν και, αυτοί οι παράγοντες υπογονιμότητας – ανδρικός και σαλπιγγικός – δεν ευθύνονται για περισσότερες από το 35 % των εξωσωματικών που διενεργούνται σήμερα. Επειδή η εξωσωματική είναι η μόνη λύση για την επίτευξη κύησης σε αυτές τις περιπτώσεις, δε μπορεί να γίνει συζήτηση για την επιτακτικότητα της διαδικασίας.
Στη μεγάλη πλειοψηφία (65 %) των ζευγαριών που καταφεύγουν σε εξωσωματική σήμερα ωστόσο, αυτή δε μπορεί παρά να είναι η τελευταία λύση για την επίτευξη κύησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση για να καταφύγει ένα ζευγάρι σε εξωσωματική άμεσα έχει να κάνει με την επιτακτικότητα της διαδικασίας. Αυτή σχετίζεται με την ηλικία της γυναίκας, με συνυπάρχουσες παθήσεις όπως η ενδομητρίωση, το ιδιαίτερο ιατρικό ιστορικό, όπως το ιστορικό πυελικής φλεγμονής ή πυελικού χειρουργείου, καθώς βέβαια και την επιθυμία του ζευγαριού.
Επίσης, σήμερα, η εξωσωματική μπορεί να επιλεγεί σαν διαδικασία και για λόγους που δεν σχετίζονται απόλυτα με την υπογονιμότητα. Αυτοί μπορεί να είναι λόγοι γενετικοί, καθώς μέσα από τη διαδικασία της προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης (PGD) μπορεί να αποτραπεί ο κίνδυνος μετάδοσης στο έμβρυο μιας γενετικώς κληρονομούμενης νόσου ή μπορεί να γίνει επιλογή ευπλοϊδικών εμβρύων στην περίπτωση επαναλαμβανόμενων αποβολών.
Πολλές γυναίκες καταφεύγουν, επίσης, σε εξωσωματική για λόγους κατάψυξης ωαρίων, όπως για λόγους πρόωρης ωοθηκικής γήρανσης ή διαδικασιών που σχετίζονται με απώλεια της γονιμοποιητικής δυνατότητας (χειρουργεία, ειδικές θεραπείες κτλ).
Η βασική αρχή της εξωσωματικής παραμένει η διέγερση των ωοθηκών με τη χρήση κάποιων ουσιών που λέγονται γοναδοτροπίνες και GnRH ανάλογα (αγωνιστές ή ανταγωνιστές) μέσα από συγκεκριμένα πρωτόκολλα (πχ. πρωτόκολλα αγωνιστών ή ανταγωνιστών αντίστοιχα) με στόχο τη λήψη ωαρίων που στο εργαστήριο θα γονιμοποιηθούν σε έμβρυα (με τη χρήση σπέρματος) και τα οποία θα μεταφερθούν στη μήτρα με τη διαδικασία της εμβρυομεταφοράς.
Η επιτυχία της διαδικασίας εξαρτάται, εν πολλοίς, από την επιτυχία της ωοθηκικής διέγερσης, δηλαδή από τον αριθμό των ωαρίων που κατά την ωοληψία θα ληφθούν, καθώς περισσότερα ωάρια θα μας δώσουν περισσότερα έμβρυα, έμβρυα καλύτερης ποιότητας και τελικά θα αυξήσουν την επιτυχή έκβαση της εμβρυομεταφοράς. Ο σκοπός βέβαια δε μπορεί να είναι η αλόγιστη διέγερση της ωοθήκης, καθώς κάτι τέτοιο εγκυμονεί κινδύνους, όπως το Σύνδρομο Υπερδιέγερσης Ωοθηκών. Ο σκοπός πρέπει να είναι η μέγιστη αποτελεσματική διέγερση με τη διατήρηση της μέγιστης ασφάλειας για τη γυναίκα, στόχος πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία της εξωσωματικής.
Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου, η εξατομίκευση της θεραπείας και η επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού πρωτοκόλλου με τη διατήρηση της μέγιστης ασφάλειας, με ταυτόχρονα τον απόλυτο σεβασμό στις ιδιαιτερότητες και τις επιθυμίες του ζευγαριού, πρέπει να είναι είναι οι βασικές αρχές της διαδικασίας.
Από τον Μαιευτήρα Χειρουργό Γυναικολόγο, Ειδικό Αναπαραγωγής, Δρ. Γεώργιο Λάμπο (www.womanhealthy.gr)