Η παλινδρόμηση μιας κύησης είναι ένα γεγονός που, ούτως ή άλλως, προκαλεί στο ζευγάρι οδύνη. Οι επαναλαμβανόμενες αποβολές κύησης προκαλούν επίσης προβληματισμό και έντονο άγχος στο ζευγάρι, που συχνά αδυνατεί να καταλάβει, να εξηγήσει και να ερμηνεύσει τις αιτίες αυτής της κακοδαιμονίας και δεν βλέπει να ευοδώνεται το όνειρο της απόκτησης ενός παιδιού. Η σύγχυση επιτείνεται από το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε αδυναμία σύλληψης – η σύλληψη επιτυγχάνεται κανονικά, ωστόσο, η κύηση δεν εξελίσσεται κατά το δοκούν.
Ο Μαιευτήρας Χειρουργός Γυναικολόγος Γεώργιος Λάμπος απαντά στα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την αιτιολογία και την αντιμετώπισή τους.
Πώς ορίζονται οι επαναλαμβανόμενες αποβολές;
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής (ESHRE), όπως και το Βασιλικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων (RCOG), ορίζονται οι 3 συνεχόμενες αποβολές κύησης, αλλά σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι κυήσεις που δεν είχαν γίνει ορατές υπερηχογραφικά, δηλαδή κυήσεις στις οποίες υπήρχε αύξηση της β-χοριακής, χωρίς να ανιχνευθεί έμβρυο (βιοχημικές). Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), επαναλαμβανόμενες πρέπει να θεωρούνται ακόμα και οι 2 αποβολές, αρκεί να αναφέρονται σε κυήσεις που έχουν επιβεβαιωθεί με υπερηχογραφική ή έστω, ιστοπαθολογική εξέταση.
Πού εντοπίζονται οι αιτίες τους και πώς αντιμετωπίζονται;
Σήμερα γνωρίζουμε από κυτταρογενετικές μελέτες, πως σε ένα ποσοστό από 50% μέχρι 70% των σποραδικών αυτόματων αποβολών κύησης, οι αιτίες εντοπίζονται σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Ο πρώτος προδιαθεσικός παράγοντας για μια αποβολή είναι η ηλικία της μητέρας και αυτό γιατί σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη ανευπλοϊδίας, δηλαδή χρωμοσωμικής ανωμαλίας, στο έμβρυο. Μέχρι την ηλικία των 36, το ποσοστό ανευπλοϊδίας είναι έως 10%.
Μέχρι την ηλικία των 43, η ανευπλοϊδία παρατηρείται τουλάχιστον στα μισά μητρικά ωάρια (ποσοστό 50%), ενώ μετά τα 45, σχεδόν το 100% των μητρικών ωαρίων θα φέρουν κάποιο βαθμό ανευπλοϊδίας. Επακόλουθα, το ποσοστό αποβολών σε γυναίκες 25-29 ετών είναι 10- 15%, σε γυναίκες 35-39 ετών σκαρφαλώνει σε 25-30%, ενώ σε γυναίκες 40-44 οι αποβολές φτάνουν σε ποσοστό 50-55% των κυήσεων.
Οι περισσότερες από αυτές τις χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι ανωμαλίες που δεν κληρονομούνται ή όπως λέγονται επιστημονικά, είναι ανωμαλίες de novo, ενώ η πιθανότητα να εμφανιστεί εκ νέου σε επόμενη κύηση είναι μικρή. Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι όσο περισσότερες τέτοιες αποβολές συμβαίνουν, τόσο μειώνεται η πιθανότητα αυτές να οφείλονται σε «de novo» χρωμοσωμικές ανωμαλίες και πράγματι, η παρουσία τέτοιων ανωμαλιών σε επαναλαμβανόμενες RPL αποβολές είναι μικρότερη από ότι στις αυτόματες, σποραδικές αποβολές πρώτου τριμήνου.
Στην περίπτωση των επαναλαμβανόμενων αποβολών κύησης είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε πιθανές διαφορετικές αιτίες. Τέτοιες αιτίες μπορεί να είναι γενετικές ανωμαλίες που εδράζονται στον καρυότυπο των γονέων, δηλαδή γενετικά μεταβιβάσιμες ανωμαλίες. Συνεπώς, ο έλεγχος του καρυότυπου του ζεύγους είναι υποχρεωτικός. Άλλες αιτίες μπορεί να είναι η ύπαρξη ευρημάτων στη μήτρα, όπως ενδομητρικών συμφύσεων, υποβλενογόνιων ινονυωμάτων και ενδομητρικών πολυπόδων. Οι πολύποδες ευθύνονται για ένα ποσοστό τουλάχιστον 3% των RPL αποβολών, γι’ αυτό και πρέπει να διενεργείται υστεροσκόπηση σε επαναλαμβανόμενες αποβολές κύησης.
Σημαντικός είναι και ο ρόλος των συγγενών ανωμαλιών μήτρας και ιδιαίτερα η ύπαρξη διαφραγματοφόρου μήτρας. H παρουσία συγγενών ανωμαλιών μήτρας σε γυναίκες με επαναλαμβανόμενες αποβολές κύησης είναι 8 φορές μεγαλύτερη από ότι στον γενικό πληθυσμό. Επίσης, πρέπει να διερευνάται η ύπαρξη αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου (APS), καθώς η επίπτωσή του σε γυναίκες με RPL κυμαίνεται σε ποσοστό μέχρι 20%. H διάγνωση γίνεται με τη χρήση των κατάλληλων εργαστηριακών ευρημάτων και απαιτεί τη χορήγηση χαμηλής δόσης ασπιρίνης και ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους.
Οι ενδοκρινικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη, μπορεί να σχετίζονται με επαναλαμβανόμενες αποβολές κύησης. Η ύπαρξη του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών μπορεί να σχετίζεται με ύπαρξη RPL και ιδίως η ύπαρξη υπερανδρογοναιμίας. Η χρήση μετφορμίνης στις γυναίκες αυτές μπορεί να επιφέρει κάποιο όφελος, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κατά τη διάρκεια της κύησης, σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό. Η ύπαρξη υπερπρολακτιναιμίας συσχετίζεται επίσης με τις αποβολές κύησης. Η χρήση βρωμοκρυπτίνης μέχρι την 9η εβδομάδα της κύησης σε γυναίκες με ιστορικό αποβολών και ύπαρξη αυξημένης προλακτίνης, μειώνει το ποσοστό πιθανής αποβολής από 47% σε 14%.
Από τον Μαιευτήρα Χειρουργό Γυναικολόγο, Ειδικό Αναπαραγωγής, Δρ. Γεώργιο Λάμπο (www.womanhealthy.gr)