Η ενδομητρίωση είναι μια διαδεδομένη νόσος που προσβάλλει το 2-10% των γυναικών παγκοσμίως. Περίπου πέντε στις 10 γυναίκες με ενδομητρίωση θα εκδηλώσουν υπογονιμότητα, ενώ η εμφάνισή της συμπίπτει με την αναπαραγωγική ηλικία.
Ο Ειδικός Αναπαραγωγής, Δρ Γεώργιος Λάμπος, απαντά στις ερωτήσεις μας, σχετικά με την πάθηση.
Τι είναι η ενδομητρίωση και πώς εκδηλώνεται;
Είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος που ορίζεται από την παρουσία ενδομητριοειδούς ιστού εκτός της μήτρας. Η ανάπτυξη αυτού του ιστού είναι ορμονοεξαρτώμενη, γι’ αυτό αφορά κυρίως (αλλά όχι μόνο) γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου είναι ο πόνος και η υπογονιμότητα, ενώ αρκετές γυναίκες μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικές.
Αναφορικά με τον πόνο, αυτός ορίζεται κυρίως σαν δυσμηνόρροια, δηλαδή έντονος πόνος κατά την έμμηνο ρύση αλλά και ως πόνος μόνο μεσοκυκλικά ή και κατά τη διάρκεια των σεξουαλικών επαφών. Κάποιες φορές ο πόνος μπορεί να συνοδεύει άτυπα συμπτώματα (που σχετίζονται με άτυπες εστίες ενδομητρίωσης), όπως δυσουρία ή προβλήματα κατά την κένωση, κυκλικά εμφανιζόμενος βήχας ή πόνος στον θώρακα.
Με ποιο τρόπο γίνεται η διάγνωση;
Η μεγάλη γκάμα κλινικής συμπτωματολογίας δυσχεραίνει τη διάγνωση. Η κλινική υποψία εκ μέρους του θεράποντος οδηγεί στην έγκαιρη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων (Υπερηχογράφημα και Μαγνητική τομογραφία), αν και ο θεράπων δεν πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα της διάγνωσης ακόμα και επί αρνητικών ευρημάτων σε αυτές, ιδίως σε απουσία ενδομητριώματος και ύπαρξη περιτοναϊκής νόσου. Στην περίπτωση αυτή, η διαγνωστική λαπαροσκόπηση (και η ύπαρξη πάντα βιοψίας της αφαιρούμενης βλάβης) θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση, παρότι η απουσία της παθολογοανατομικής επιβεβαίωσης δεν είναι πάντα ικανή στο να αποκλείσει εντελώς τη νόσο.
Τι θεραπευτικές επιλογές υπάρχουν;
Οι θεραπευτικές επιλογές στοχεύουν στην ύφεση του πόνου και τη βελτίωση της γονιμότητας με τη χρήση αντιφλεγμονωδών, ορμονικών σκευασμάτων και χειρουργικής θεραπείας.
Ειδικότερα αναφορικά με το θέμα της υπογονιμότητας, η θεραπεία πρέπει να είναι εξατομικευμένη, ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας, την ύπαρξη πόνου ή συνοδών συμπτωμάτων, την ύπαρξη άλλων αιτιών υπογονιμότητας, ιστορικό προηγούμενης χειρουργικής επέμβασης για ενδομητρίωση και τελικά τις επιθυμίες ή προτιμήσεις της γυναίκας ή του ζευγαριού για τεκνοποίηση άμεσα ή αργότερα.
Ποιος ο ρόλος της λαπαροσκοπικής χειρουργικής στην αύξηση της γονιμότητας;
Η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης μπορεί να προσφερθεί σε γυναίκες με ήπια ή μέτρια ενδομητρίωση και στις οποίες υπάρχει διαβατότητα σαλπίγγων. Η επέμβαση αυτή μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες για αυτόματη σύλληψη.
Γυναίκες που δεν επιθυμούν ή δεν συνίσταται να συλλάβουν άμεσα, μπορούν να λάβουν ορμονική θεραπεία με συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά ή προγεσταγόνα. Η πιθανότητα επανεμφάνισης της ενδομητρίωσης μειώνεται με τη χορήγηση αντισυλληπτικών ή προγεσταγόνων, για διάστημα τουλάχιστον 18-24 μήνες μετεγχειρητικά. Η αφαίρεση της ενδομητριωσικής κύστης μειώνει την πιθανότητα επανεμφάνισής της, έναντι της παροχέτευσης της κύστης και του καυτηριασμού της και θα πρέπει να προτιμάται σε περίπτωση χειρουργείου λόγω ενδομητριώματος.
Όσον αφορά στις γυναίκες που επιλέγουν την εξωσωματική, τι θα συστήνατε;
Γυναίκες με ήπια ενδομητρίωση και διαβατές σάλπιγγες, στις οποίες δεν υπάρχουν άλλες αιτίες υπογονιμότητας και οι οποίες καταφεύγουν σε μεθόδους Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, θα μπορούσαν αρχικά να δοκιμάσουν την επιλογή της σπερματέγχυσης πριν τη διενέργεια εξωσωματικής. Η ήπια ωοθηκική διέγερση κατά την σπερματέγχυση αυξάνει τα ποσοστά επιτυχίας έναντι της απλής σπερματέγχυσης.
Πάντως, σε γυναίκες που θα καταφύγουν τελικά σε εξωσωματική, η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης πριν τη διενέργεια της εξωσωματικής δεν πρέπει να αποτελεί ρουτίνα. Η εκτεταμένη χορήγηση GnRH αγωνιστών επίσης πριν την εξωσωματική, παρά το ότι χρησιμοποιείται ευρέως, δεν συνιστάται, καθώς δεν αυξάνει την αποτελεσματικότητά της. Η διενέργεια εξωσωματικής θεωρείται αποτελεσματική αλλά και ασφαλής θεραπεία για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας λόγω ενδομητρίωσης, καθώς δεν αυξάνει την πιθανότητα επανεμφάνισης της νόσου ή υποτροπής της και συνοδεύεται με εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας.
Η επιλογή τελικά, της χειρουργικής αντιμετώπισης ή της χρήσης κάποιας τεχνικής υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η σπερματέγχυση ή η εξωσωματική, θα πρέπει πάντα να εξατομικεύεται.
Από τον Μαιευτήρα Χειρουργό Γυναικολόγο, Ειδικό Αναπαραγωγής, Δρ. Γεώργιο Λάμπο