Σύμφωνα με την Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ένα «σύνδρομο με κοιλιακό άλγος, ναυτία, διάρροια, φούσκωμα ή/και μετεωρισμό μετά την κατανάλωση λακτόζης».
Η δυσανεξία στη λακτόζη διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή δυσανεξία. Πρωτοπαθής δυσανεξία είναι η κληρονομούμενη μορφή της νόσου και περαιτέρω διακρίνεται στην συγγενή ανεπάρκεια λακτάσης (αλακτασία) και στην όψιμα εκδηλούμενη μορφή της νόσου, ενώ η δευτεροπαθής αποτελεί επιπλοκή άλλων νοσημάτων.
Η συγγενής ανεπάρκεια λακτάσης (αλακτασία) είναι σπάνια και κληρονομείται με υπολειπόμενο, αυτοσωμικό χαρακτήρα. Εκδηλώνεται αμέσως μετά την γέννηση, μόλις χορηγηθεί το πρώτο γεύμα με γάλα στο μωρό, με σοβαρή συμπτωματολογία.
Η πρωτοπαθής, όψιμα εκδηλούμενη δυσανεξία στη λακτόζη είναι συχνή. Οφείλεται σε μερική έλλειψη λακτάσης και κληρονομείται με υπολειπόμενο, αυτοσωμικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, η λακτάση μειώνεται σταδιακά και τα συμπτώματα αρχίζουν να εμφανίζονται μετά την ηλικία των τριών με πέντε ετών ή και αργότερα.
Η δευτεροπαθής δυσανεξία λακτόζης είναι επιπλοκή λόγω τραυματισμού και παροδικής καταστροφής της επιφανειακής στιβάδας του εντερικού βλεννογόνου όπως συμβαίνει σε διάφορες παθήσεις του γαστρεντερικού. Εφόσον η υποκείμενη αιτία του τραυματισμού του εντερικού βλεννογόνου αποκατασταθεί, η δυσανεξία βελτιώνεται και υφίεται.
Το ποσοστό της απαιτούμενης λακτόζης για την εκδήλωση συμπτωμάτων διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από την ποσότητα της λακτόζης που καταναλώνεται, τον βαθμό της ανεπάρκειας και την μορφή της τροφής μέσω της οποίας προσλαμβάνεται η λακτόζη.
Η δυσανεξία στη λακτόζη θεραπεύεται με δίαιτα αποφυγής λακτόζης. Υπάρχουν στο εμπόριο πολλά προϊόντα για άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη.
Απο την παιδίατρο Μαριαλένα Κυριακάκου