Η υπογονιμότητα είναι ένα βαθιά προσωπικό και συναισθηματικά δύσκολο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλά ζευγάρια. Το ποσοστό παγκοσμίως ανέρχεται στο 10-15% και έχει σημαντικές ψυχολογικές, οικονομικές και δημογραφικές επιπτώσεις. Είναι ένα σύνθετο ζήτημα, αλλά όχι ανυπέρβλητο. Μόλις εντοπιστούν οι υποκείμενες αιτίες, μπορεί να αναπτυχθεί ένα προσαρμοσμένο σχέδιο θεραπείας και με τη σωστή υποστήριξη και φροντίδα πολλά ζευγάρια πλέον, μπορούν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.
Στις ερωτήσεις μας απαντά ο Μαιευτήρας Χειρουργός Γυναικολόγος Δημήτριος Μοστρούς.
Πότε θεωρούμε ότι ένα ζευγάρι έχει υπογονιμότητα και σε τι οφείλεται;
Η υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης μετά από 12 μήνες τακτικής, απροστάτευτης επαφής. Επηρεάζει εκατομμύρια ζευγάρια παγκοσμίως και μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων που σχετίζονται με τον έναν είτε και τους δύο συντρόφους. Σε ένα μικρό ποσοστό δεν μπορεί να βρεθεί κάποιος αιτιολογικός παράγοντας.
Οι σημαντικότερες αιτίες στη γυναίκα είναι οι διαταραχές στην ωορρηξία και οι βλάβες που αφορούν τις σάλπιγγες. Λιγότερο συχνά μπορεί να υπάρχουν δομικές ανωμαλίες στη μήτρα που εμποδίζουν την εμφύτευση ή ανωμαλίες στην τραχηλική βλέννη.
Στον άνδρα, ο μικρός αριθμός, η χαμηλή κινητικότητα και οι ανώμαλες μορφές των σπερματοζωαρίων είναι από τις πιο συχνές αιτίες υπογονιμότητας. Σπανιότερα, η στυτική δυσλειτουργία ή οι καταστάσεις που επηρεάζουν την εκσπερμάτιση μπορεί να αποτελούν το κύριο αίτιο.
Πότε πρέπει να αρχίσει ένα ζευγάρι τον διαγνωστικό έλεγχο;
Ο διαγνωστικός έλεγχος εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας και την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου στο ζευγάρι.
Ζευγάρια με ελεύθερο ιστορικό που η γυναίκα είναι κάτω των 35 ετών, η διερεύνηση αρχίζει όταν δεν υπάρχει εγκυμοσύνη μετά από 12 μήνες τακτικής, απροστάτευτης επαφής. Σε γυναίκες μεταξύ 35 με 40 ετών, ο έλεγχος αρχίζει συνήθως μετά από 6 μήνες προσπαθειών και ακόμα νωρίτερα σε γυναίκες άνω των 40 ετών. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν γνωστοί επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως εκτεταμένα χειρουργεία στην πύελο, βαριάς μορφής ενδομητρίωση, έκθεση σε χημειοθεραπευτικά φάρμακα ή ακτινοθεραπείες, τότε η διερεύνηση πρέπει να αρχίζει άμεσα.
Ποιος είναι ο έλεγχος που θα πρέπει να υποβληθεί το ζευγάρι;
Και οι δύο σύντροφοι θα πρέπει να παρέχουν ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και να υποβληθούν σε κλινική εξέταση για τον εντοπισμό των υποκείμενων αιτιών και την ανάπτυξη ενός κατάλληλου σχεδίου θεραπείας.
Για τις γυναίκες αυτό περιλαμβάνει μια πλήρη γυναικολογική εξέταση κατά την οποία μπορεί να ληφθούν δείγματα για τη διενέργεια εξετάσεων, όπως καλλιέργειες κολπικών υγρών. Παράλληλα γίνεται αξιολόγηση της ωοθηκικής λειτουργίας με την παρακολούθηση των εμμηνορροϊκών κύκλων και ορμονολογικές εξετάσεις αίματος (π.χ. TSH, PRL, FSH, LH, E2, AMH, Προγεστερόνη).
Σημαντικό βήμα αποτελεί η αξιολόγηση της βατότητας των σαλπίγγων και η τυχόν ύπαρξη παθολογίας στη μήτρα ή τις ωοθήκες που μπορεί να εμποδίσουν την εμφύτευση ή την εξέλιξη μιας εγκυμοσύνης. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει το γυναικολογικό υπερηχογράφημα και την κλασική υστεροσαλπιγγογραφία ή εναλλακτικά την υπερηχογραφική σαλπιγγογραφία (HyCoSy: Hysterosalpingo- Contrast Sonography).
Για τους άνδρες βασική εξέταση είναι η ποσοτική και ποιοτική ανάλυση του σπέρματος, το γνωστό σπερμοδιάγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο αξιολογείται ο αριθμός, η κινητικότητα και η μορφολογία των σπερματοζωαρίων, ενώ ταυτόχρονα διερευνώνται και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του σπέρματος. Μερικές φορές είναι απαραίτητος ο έλεγχος με υπερηχογράφημα όρχεων και ορμονολογικές εξετάσεις.
Περισσότερο επεμβατικός έλεγχος, όπως η υστεροσκόπηση και η λαπαροσκόπηση, ή πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως γενετικός έλεγχος του ζεύγους (καρυότυπος) και αξιολόγηση του ανοσοποιητικού συστήματος, δεν είναι πάντα απαραίτητος.
Από τον Μαιευτήρα Χειρουργό Γυναικολόγο Δημήτριο Μοστρού (www.thearis.gr)