Η επίδραση της κύησης στο ανοσιακό σύστημα της μητέρας είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο, το οποίο εξαρτάται από πολλαπλούς διαφορετικούς παράγοντες που προέρχονται τόσο από τη μητέρα όσο και από το έμβρυο. Το μοντέλο της ανοσοκαταστολής κατά τη διάρκεια της κύησης φαίνεται να μην ισχύει πλέον και η ανοχή του εμβρύου σχετίζεται με ανοσορυθμιστικούς παράγοντες που επιτρέπουν στη μητέρα ικανές ανοσιακές απαντήσεις.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα χαρακτηρίζονται από βλάβες σε ιστούς και όργανα διαμεσολαβούμενες από αυτοαντισώματα ή/και Τ-λεμφοκύτταρα. Στα νοσήματα αυτά μπορεί να υπάρχει γενετική ή περιβαλλοντολογική προδιάθεση. Για το λόγο αυτό φαίνεται να αφορούν κυρίως σε γυναίκες, ιδιαίτερα αναπαραγωγικής ηλικίας, έχοντας επίπτωση τόσο στη γονιμότητα όσο και στην κύηση. Παθολογικά αυτοαντισώματα περνούν τον πλακούντα προκαλώντας βλάβες στο έμβρυο. Τα πιο συχνά αυτοάνοσα νοσήματα στην κύηση είναι η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, η νόσος του Chron, ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, (ΣΕΛ)-Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο, η μυασθένεια, η Ιδιοπαθής Θρομβοπενική Πορφύρα (ΙΘΠ), η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ) και το πεμφιγοειδές.
Η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα συνίσταται τόσο σε υπο- όσο και σε υπερθυρεοειδισμό. Κατά τη διάρκεια της κύησης, και ιδιαίτερα στο 1ο τρίμηνο, είναι απαραίτητος ο έλεγχος των θυρεοειδικών ορμονών και των αυτοαντισωμάτων anti-TPO και anti-TG. Η έγκαιρη διάγνωση των διαταραχών των θυρεοειδή αδένα αποτρέπει την πιθανότητα αυτόματης αποβολής, πρόωρου τοκετού, προεκλαμψίας, γέννησης εμβρύου με μειωμένο σωματικό βάρος, διαταραχών στην ανάπτυξη του πλακούντα.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι ένα χρόνιο, πολυσυστηματικό αυτοάνοσο νόσημα στο οποίο παρατηρείται αυξημένη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό πιθανότητα μαιευτικής, περιγεννητικής επιπλοκής και επιπλοκής για τη μητέρα ανεξάρτητα από την παρουσία αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων και της ενεργότητας της νόσου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κύηση. Οι επιπλοκές αυτές συνίστανται σε αυτόματη αποβολή, πρόωρο τοκετό, ελλειποβαρές έμβρυο, νεογνικό λύκο. Η παρουσία αντιπυρηνικών αντισωμάτων έχει συσχετισθεί με υπογονιμότητα, αυτόματες αποβολές, αποτυχία στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και καρδιολογικές επιπλοκές στο έμβρυο. Η παρέμβαση με χορήγηση στην έγκυο υδροξυχλωροκίνης βελτιώνει σημαντικά τις παραπάνω επιπλοκές.
Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο αποτελεί την κυριότερη αιτία επίκτητης θρόμβωσης και αυτόματης αποβολής. Τα αντι-καρδιολιπινικά αντισώματα και το αντιπηκτικό του λύκου είναι τα πιο συχνά αυτοαντισώματα που συναντώνται. Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση με ασπιρίνη και χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη βελτιώνει σημαντικά την έκβαση της κύησης.
Η ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα (ΙΘΠ) χαρακτηρίζεται από μειωμένο αριθμό αιμοπεταλίων και προδιαθέτει σε αιμορραγίες. Αφορά, κυρίως, στη μητέρα και σε 15% των περιπτώσεων και το έμβρυο από αντι-αιμοπεταλιακά αντισώματα που περνούν τον πλακούντα. Μπορεί να επηρεάσει περιγεννητικά τον τοκετό και την αναισθησία κατά τον τοκετό. Αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση κορτικοστεροειδών και γ-σφαιρίνης στη μητέρα.
Από τον Αιματολόγο Γεώργιο Αναγνώστου