Το ιδιαίτερα ελκυστικό και ταυτόχρονα πολυσύνθετο επιστημονικό πεδίο της Βιολογίας της Αναπαραγωγής αποτελεί τη βάση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων αλλά και την αποκάλυψη του ρόλου του Κλινικού Εμβρυολόγου.
Δεδομένου ότι το ποσοστό υπογονιμότητας αγγίζει το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, ο συγκεκριμένος τομέας γνώρισε μία απίστευτη και ίσως και απρόβλεπτη ανάπτυξη και άνθιση από την στιγμή της γέννησης της Louise “Joy” Brown, του «πρώτου παιδιού του σωλήνα», τον Ιούλιο του 1978.
Η Εξωσωματική Γονιμοποίηση αποτελεί μία διαγνωστική και θεραπευτική μέθοδο επίλυσης των προβλημάτων υπογονιμότητας διαφορετικής αιτιολογίας. Τα στάδια της μεθόδου περιλαμβάνουν την εφαρμογή εξατομικευμένων πρωτοκόλλων ορμονικής ωοθηκικής διέγερσης, την συλλογή των ωαρίων και την γονιμοποίησή τους από κατάλληλα επεξεργασμένο σπέρμα (με σκοπό την απόκτηση της γονιμοποιητικής ικανότητας), την καλλιέργεια των γονιμοποιημένων ωαρίων (εμβρύων) μέχρι το στάδιο της βλαστοκύστης (5η ημέρα μετά την γονιμοποίηση), την μεταφορά δύο εμβρύων (σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και προς αποφυγήν πολύδυμων κυήσεων), στην κατάλληλα προετοιμασμένη ορμονικά μήτρα της μέλλουσας μητέρας.
Επιπλέον, η σύγχρονη μέθοδος κρυοσυντήρησης αποτελεί ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του Κλινικού Εμβρυολόγου, χάρη στην ασφάλεια της μεθόδου και τα υψηλά ποσοστά βιωσιμότητας κατά την απόψυξη τόσο των γαμετών (σπερματοζωάρια, ωάρια) όσο και των εμβρύων. Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (βιοψία εμβρύων είτε στο στάδιο των 8 κυττάρων, 3ης ημέρας έμβρυα, είτε στο στάδιο της βλαστοκύστης, 5ης ημέρας έμβρυα) δίνει τη δυνατότητα μεταφοράς στη μήτρα γενετικά υγιών εμβρύων, απαλλαγμένων είτε από μεταλλάξεις σε γονείς φορείς (μέθοδος PGD, Preimplantation Genetic Diagnosis) είτε από χρωμοσωμικές ανωμαλίες (μέθοδος PGS, Preimplantation Genetic Screening).
Τέλος, η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας για την παρακολούθηση της επώασης των εμβρύων μέσω ενσωματωμένης videoκάμερας στο σύστημα καλλιέργειας τους (Time lapse monitoring system), παρέχει τη δυνατότητα επιλογής των πλέον κατάλληλων εμβρύων προς εμβρυομεταφορά, αυξάνοντας θεαματικά τα ποσοστά εγκυμοσύνης.
Ο ρόλος του Κλινικού Εμβρυολόγου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη παρουσία του υπογόνιμου ζεύγους, δεδομένου ότι το ενημερώνει για την εμβρυολογική ανάπτυξη, συζητά για την ποιότητα των γαμετών και των εμβρύων και επομένως, συμβάλλει τα μέγιστα στη λήψη αποφάσεων για την επιλογή της καλύτερης λύσης με σκοπό την επίτευξη κύησης. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας σχέσης προϋποθέτει ικανότητα επικοινωνίας και διαπροσωπικές δεξιότητες, σημαντικά βέλη στη φαρέτρα του Κλινικού Εμβρυολόγου, καθ΄ όσον οι υποψήφιοι γονείς ζητούν άμεση υποστήριξη και ενημέρωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Η εύρυθμη λειτουργία ενός εργαστηρίου Κλινικής Εμβρυολογίας, προϋποθέτει ιδιαίτερη προσοχή στη κάθε λεπτομέρεια και στους κανόνες ποιοτικού ελέγχου (ISO quality control), με απώτερο στόχο την αύξηση του ποσοστού επίτευξης εγκυμοσύνης (pregnancy rate) και γεννημένων παιδιών (take home babies rate). Για τον σκοπό αυτό, ο Κλινικός Εμβρυολόγος εκτός από την εις βάθος και εμπεριστατωμένη επιστημονική γνώση (Μεταπτυχιακές σπουδές, Διδακτορική Διατριβή), οφείλει να έχει την ικανότητα πλήρους συντονισμού παρατήρησης και σταθερότητας της πράξης, να συγκεντρώνεται σε κάθε εργαστηριακό βήμα σεβόμενος την αξιοπρέπεια του εμβρύου, των μελλοντικών γονέων αλλά και την δική του, να σέβεται και να υποτάσσεται στους σοφούς κανόνες της Βιοηθικής ώστε να αποφεύγεται η αλόγιστη χρήση της νέας γνώσης και τέλος, να έχει την ψυχραιμία να διαχειρίζεται οποιοδήποτε γεγονός συνδεόμενο με μία κρίση στο εργαστήριο με σκοπό τη πρόληψη δυσάρεστων εξελίξεων, προβάλλοντας ένα ισχυρό προσωπικό προφίλ που θα αναδεικνύει το «ανάστημα» ενός εξειδικευμένου επιστήμονα.
Από τον Κλινικό Εμβρυολόγο Αναστάσιο Αργυρίου