Η κοιλιοκάκη είναι μια αυτοάνοση διαταραχή, κατά την οποία γενετικά προδιατεθειμένα άτομα εμφανίζουν ανοσολογική αντίδραση στην γλουτένη, μια ομάδα πρωτεϊνών που περιέχονται στο σιτάρι, την σίκαλη και το κριθάρι. Αφορά το 0,5 – 1,5% του πληθυσμού παγκοσμίως. Είναι πιο συχνή σε συγγενείς ασθενών με κοιλιοκάκη.
Το χαρακτηριστικό της κοιλιοκάκης είναι μια χρόνια ειδικού τύπου φλεγμονώδης αντίδραση που εντοπίζεται στο τοίχωμα του λεπτού εντέρου, με αποτέλεσμα διαταραχή στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Συνδυάζεται με πλειάδα άλλων αυτοάνοσων παθήσεων ενώ ενέχει αυξημένο κίνδυνο καρκινογένεσης.
Η κλασσική εικόνα είναι ενός αδύνατου παιδιού με διάρροιες, φουσκώματα, κοιλιακό πόνο και υπολειπόμενη ανάπτυξη. Σήμερα εμφανίζεται συχνότερα σε μεγαλύτερες ηλικίες με πιο άτυπα συμπτώματα με αποτέλεσμα να παρατηρείται κατά μέσον όρο καθυστέρηση 5 – 10 χρόνων μέχρι την διάγνωση της νόσου, με σοβαρές συνέπειες.
Η πιθανότητα κοιλιοκάκης θα πρέπει να διερευνάται σε άτομα με σιδηροπενική αναιμία ή ελλείψεις βιταμινών όπως η Β12, σε διαβητικούς, σε ασθενείς με θυρεοειδοπάθεια ή άλλες αυτοάνοσες παθήσεις. Μπορεί να εκδηλώνεται ως χρόνια κόπωση, με συμπτωματολογία ευερέθιστου εντέρου, με νευροπάθεια, με οστεοπενία, με επηρεασμένες εξετάσεις του ήπατος ή με υπογονιμότητα.
Η διάγνωση γίνεται με κατάλληλες εξετάσεις αίματος σε συνδυασμό με γαστροσκόπηση και λήψη βιοψιών από το δωδεκαδάκτυλο.
Η θεραπεία είναι η δια βίου αποφυγή τροφών που περιέχουν γλουτένη, σε συνδυασμό με αποκατάσταση των θρεπτικών ελλειμμάτων και με την κατάλληλη παρακολούθηση από ομάδα που θα πρέπει να περιλαμβάνει διατροφολόγο και γαστρεντερολόγο.
Από τον Γαστρεντερολόγο Γεώργιο Οικονόμου