Οι οστεοχόνδρινες βλάβες του αστραγάλου και της ποδοκνημικής άρθρωσης (OCAL) αποτελούν μια συχνή οντότητα της ορθοπαιδικής χειρουργικής, πλην όμως δεν είναι πάντοτε εύκολο να διαγνωσθούν εγκαίρως πριν εμφανιστούν έντονα συμπτώματα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η ποδοκνημική άρθρωση (κνήμη – περόνη & αστράγαλος) είναι εκ φύσεως εξαιρετικά ανθεκτική στις καταπονήσεις.
Οι αιτίες που μπορούν να οδηγήσουν σε οστεοχόνδρινες βλάβες του αστραγάλου και της ποδοκνημικής άρθρωσης (OCAL) είναι ποικίλες με σημαντικότερη και πιο συχνή τον τραυματισμό.
Αυτός μπορεί να είναι από υπερκαταπόνηση λόγω έντονης δραστηριότητας ή ακόμα και ένα διάστρεμμα 2ου βαθμού. Τα διαστρέμματα συμβαίνουν αρκετά συχνά σε όλες τις ηλικίες και σίγουρα δεν προϋποθέτουν απαραίτητα τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες. Άλλα αίτια μπορεί να είναι χρήση στεροειδών φαρμάκων, διαταραχές πηκτικότητας του αίματος, ιδιοπαθείς αιτίες (αγνώστου αιτιολογίας), κ.α.
Τα συμπτώματα με τα οποία εμφανίζεται συνήθως η οστεοχόνδρινη βλάβη του αστραγάλου και της ποδοκνημικής άρθρωσης είναι βύθιο άλγος της άρθρωσης της ποδοκνημικής μετά από έντονη κόπωση, οίδημα (πρήξιμο) της πάσχουσας άρθρωσης, οξύ άλγος ιδιαίτερα στο πρόσθιο έσω τριτημόριο αυτής όταν ο αστράγαλος λαμβάνει συγκεκριμένες θέσεις, δυσκαμψία, χωλότητα βάδισης και κάποιες φορές ήχος αναπήδησης ή click κατά την περιστροφική κίνηση της άρθρωσης. Η διάγνωση της OCAL προϋποθέτει υψηλή υποψία από τον ορθοπαιδικό με βάση το μηχανισμό κάκωσης σε συνδυασμό με τα ευρήματα από την κλινική εξέταση γιατί στις περισσότερες των περιπτώσεων η απλή ακτινογραφία δεν δείχνει σαφή στοιχεία βλάβης. Η εξέταση εκλογής που θα αποδείξει το μέγεθος της αλλοίωσης και θα θέσει την οριστική διάγνωση αλλά θα υποδείξει και τη θεραπεία της OCAL είναι η μαγνητική τομογραφία του άκρου ποδός και της ποδοκνημικής άρθρωσης.
Ανάλογα με το βαθμό της OCAL από την MRI ο ορθοπαιδικός οφείλει να καθορίσει και το είδος της θεραπείας.
Έτσι, για τις ήπιες περιπτώσεις χόνδρινης ή οστεοχόνδρινης βλάβης (grade I – II) του αστραγάλου ή της άπω αρθρικής επιφάνειας της κνήμης μπορεί με ασφάλεια να ακολουθηθεί συντηρητική αγωγή με ακινητοποίηση της άρθρωσης με γύψινο επίδεσμο ή ορθοπαιδικό νάρθηκα («μπότα»), αποφόρτιση με τη χρήση βακτηριών και παυσίπονη αγωγή εφόσον χρειάζεται για χρονικό διάστημα περίπου 6-10 εβδομάδων μαζί με τακτική παρακολούθηση.
Επικουρικά, μπορεί να χορηγηθούν βελτιωτικά της αιμάτωσης του υποχόνδριου οστού όπως και υψηλές δόσεις αντιοξειδωτικών. Σε περίπτωση που η βλάβη κριθεί επισφαλής για να ακολουθηθεί συντηρητική αγωγή, τότε είναι αναγκαία η ελάχιστα επεμβατική αρθροσκοπική θεραπεία της άρθρωσης του αστραγάλου με τη σταθεροποίηση (εφόσον είναι απαραίτητο) του οστεοχόνδρινου ασταθούς τμήματος, τη νεαροποίηση του παθολογικού υποχόνδριου οστού και την έγχυση στη βλάβη βιολογικών παραγόντων (PRP’s, stem cells) αλλά και σε όλη την άρθρωση.
Σε σπανιότερες περιπτώσεις, η αρθροσκοπική αντιμετώπιση τέτοιων βλαβών δεν ενδείκνυται και καθίσταται απαραίτητο η επιδιόρθωση της βλάβης να γίνει με mini – open χειρουργική τεχνική ώστε να υπάρχει άμεση ορατότητα των προς αποκατάσταση βλαβών.
Η αποθεραπεία μετά από τη χειρουργική αντιμετώπιση OCAL βλαβών διαρκεί περίπου 12 εβδομάδες και συνιστάται στην αρχή από ακινητοποίηση και αποφόρτιση, στη συνέχεια αφαίρεση του κηδεμόνα ή του γύψου και άμεση έναρξη φυσικοθεραπειών με ελαφρά φόρτιση και τελικά εφαρμογή πλήρους φόρτισης μετά από ενδυνάμωση των συνδέσμων, των τενόντων και των μυών που στηρίζουν την ποδοκνημική άρθρωση.
Συμπερασματικά, είναι σημαντικό για όλα τα άτομα της δραστήριας και παραγωγικής ηλικίας (από 12 – 45 ετών) να δίδεται η δέουσα προσοχή στους τραυματισμούς της άρθρωσης του αστραγάλου (ή ποδοκνημικής άρθρωσης ορθότερα) όπου οι ασθενείς πρέπει να αποτείνονται εντός 3 – 7 ημερών στον ορθοπαιδικό για να αξιολογήσει τη βαρύτητα της κάκωσης, να θέσει τη σωστή διάγνωση και να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες αποθεραπείας.
Από τον Ορθοπαιδικό Χειρουργό Ιωάννη Νικολόπουλο