Ένας στους δέκα Έλληνες πάσχει από μία εκφυλιστική νόσο των ματιών η οποία παραμορφώνει τον επιφανειακό χιτώνα τους και προκαλεί πολύ υψηλή μυωπία και αστιγματισμό, σύμφωνα με νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο 55ο Πανελλήνιο Οφθαλμολογικό Συνέδριο.
Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι από τους ασθενείς αυτούς δεν γνωρίζουν για την πάθησή τους, διότι δεν εξετάστηκαν ποτέ γι’ αυτήν, ανέφεραν οι ερευνητές, οι οποίοι πλέον εισηγούνται να αρχίσει να εφαρμόζεται προληπτικός έλεγχος του πληθυσμού.
Η εν λόγω νόσος είναι ο κερατόκωνος, κατά τον οποίο παρατηρείται παθολογική λέπτυνση των ινών κολλαγόνου στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού. Η λέπτυνση προκαλεί αστάθεια και αλλαγή του σχήματος του κερατοειδούς, ο οποίος από σφαιρικός γίνεται κωνικός.
Ο κωνικός κερατοειδής έχει πολύ λεπτό πάχος, καθώς μειώνεται κεντρικά από τα φυσιολογικά 550 μικρόμετρα (μm) σε λιγότερα από 300 μm. Το μικρόμετρο (ή μικρόν) ισούται με ένα εκατομμυριοστό του μέτρου. Ο κωνικός κερατοειδής έχει επίσης σημαντικά παραμορφωμένη πρόσθια και οπίσθια επιφάνεια.
Οι αλλαγές αυτές προκαλούν μη ομαλή και σημαντικά αυξημένη κυρτότητα, κυρίως κεντρικά. Αυτό δημιουργεί πολύ μεγάλη μυωπία και σημαντικό αστιγματισμό. Ένας τέτοιος κερατοειδής έχει ως αποτέλεσμα η διάθλαση του φωτός στον οφθαλμό να είναι ανώμαλη και το είδωλο να είναι πολύ ασαφές.
Η νόσος εξελίσσεται συνήθως με ταχύ ρυθμό στις ηλικίες 15-35 ετών και στη συνέχεια βραδέως έως ότου σταθεροποιηθεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις αρχίζει στην εφηβεία και σταθεροποιείται μετά την ηλικία των περίπου 45 ετών.
Στα αρχικά στάδιά του ο κερατόκωνος προκαλεί μυωπία που αλλάζει συνεχώς και συνοδεύεται από ολοένα αυξανόμενο αστιγματισμό. Αυτή η αρχική, συνεχής αλλαγή είναι που μπορεί να ευαισθητοποιήσει τον οφθαλμίατρο για να εκτελέσει ειδικές εξετάσεις και να θέσει τη διάγνωση. Ωστόσο η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι ο κερατόκωνος πολύ συχνά δεν γίνεται αντιληπτός.
Η ελλιπής διάγνωση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, διότι στα τελικά στάδιά του ο κερατόκωνος μπορεί να χρειαστεί μεταμόσχευση κερατοειδούς για να αντιμετωπιστεί. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη οφθαλμοπάθεια αποτελεί τον κύριο λόγο μεταμόσχευσης κερατοειδή παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας.
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 1.450 ανθρώπους, ηλικίας 60 ετών και πάνω, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εγχείρηση για καταρράκτη την περίοδο 2017-2021. Εκτός από τις καθιερωμένες εξετάσεις για τον καταρράκτη, είχαν επίσης πραγματοποιηθεί εξειδικευμένες εξετάσεις που ανιχνεύουν και τον κερατόκωνο.
Τα ευρήματα των εξετάσεων αξιολόγησαν πέντε διαφορετικοί ειδικοί (δύο χειρουργοί-οφθαλμίατροι και τρεις οπτομέτρες). Όπως διαπίστωσαν, οι 159 από τους ηλικιωμένους (το 11%) έπασχαν από κερατόκωνο, ενώ άλλοι 377 (ποσοστό 26%) είχαν αλλοιώσεις (π.χ. ακανόνιστη παχυμετρία) ύποπτες για κερατόκωνο αλλά λιγότερο σαφείς.
Τα ευρήματα αυτά είναι εντυπωσιακά, δεδομένου ότι παγκοσμίως η συχνότητα του κερατόκωνου υπολογίζεται σε 1 περιστατικό ανά 1.000 ή 2.000 άτομα του γενικού πληθυσμού. Όμως η ερευνητική ομάδα που πραγματοποίησε τη νέα μελέτη, εξέφραζε εδώ και χρόνια αμφιβολίες για το κατά πόσον ισχύει κάτι τέτοιο στον ελληνικό πληθυσμό.
«Επί σειρά ετών αναφέραμε στα ιατρικά συνέδρια ότι στη δική μας κλινική εμπειρία η επίπτωση του κερατόκωνου είναι πολλαπλάσια από αυτήν που αναφέρεται στην παγκόσμια βιβλιογραφία», ανέφερε στο συνέδριο ο επικεφαλής ερευνητής δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός-Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. «Διαπιστώσαμε ότι αυτή η κλινική παρατήρηση είναι αληθής, δεδομένου ότι σε ένα τυχαίο δείγμα του πληθυσμού, σε ανθρώπους που βρίσκονταν στην έβδομη και όγδοη δεκαετία της ζωής, συνυπήρχε κλινικός κερατόκωνος σε 1 στις 10 περιπτώσεις και μάλιστα δίχως να έχει ποτέ διαγνωστεί στους περισσότερους. Επιπλέον, στον 1 στους 4 υπάρχουν σημαντικές αντικειμενικές ενδείξεις για την ύπαρξη ή προδιάθεση για κερατόκωνο, κάτι που αποτελεί επαναστατική διαγνωστική πληροφορία.
H διάγνωση του κερατόκωνου στους 1.450 συμμετέχοντες έγινε με βάση τα πιο αυστηρά και παγκόσμια κριτήρια, με τομογραφική ανάλυση του κερατοειδούς», εξήγησε ο κ. Κανελλόπουλος. Υπογράμμισε ακόμα ότι το δείγμα των ασθενών που εντάχθηκαν στη μελέτη «είναι αρκετά μεγάλο, ώστε να έχει πολύ μεγάλη στατιστική σημασία». Και πρόσθεσε πως με βάση τα νέα δεδομένα «πρέπει η ελληνική οφθαλμολογική κοινότητα στο σύνολό της, αλλά και η παγκόσμια οφθαλμολογική κοινότητα, να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο κερατόκωνος, διότι ειδικά στη χώρα μας αυτός μπορεί να αφορά τον 1 στους 3 Έλληνες».
Ο προληπτικός πληθυσμιακός έλεγχος μπορεί να παράσχει σημαντικά οφέλη στους ασθενείς, εκτίμησε ο καθηγητής. «Εάν γίνει συστηματική προσπάθεια από όλη την οφθαλμολογική κοινότητα στη χώρα μας και εντοπίσουμε εγκαίρως τους πάσχοντες, ειδικά στα χρόνια της εφηβείας, μπορούμε όπου χρειάζεται να εφαρμόσουμε θεραπευτικές μεθόδους, όπως η διασύνδεση κερατοειδή, που θα εμποδίσουν την περαιτέρω εξέλιξη του κερατόκωνου και θα εξαλείψουν σε πολλές περιπτώσεις την ανάγκη για χειρουργικές επεμβάσεις ή μεταμοσχεύσεις κερατοειδή», επισήμανε.
Ακόμα, όμως, και η όψιμη διάγνωση του κερατόκωνου, δηλαδή σε μεσήλικες και ηλικιωμένους, παρέχει σημαντικά οφέλη. Ο κερατόκωνος πιστεύεται ότι έχει γενετική συνιστώσα, επομένως αν διαγνωστεί ακόμα και σε έναν άνθρωπο ηλικίας 70 ετών, η προσοχή των ιατρών θα στραφεί στα νεότερα μέλη της οικογένειάς του.
«Θεωρούμε ότι η εργασία αυτή αποτελεί παγκόσμια πρωτιά και πρέπει να ενημερωθούν οι συμπολίτες μας για το πόσο κρίσιμα είναι τα ευρήματά της ως πληροφορία. Επιπλέον, τα δεδομένα μας είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να προωθήσουν τον έλεγχο ρουτίνας για τη νόσο στον ελληνικό πληθυσμό, ειδικά στην εφηβεία και να γίνεται προσεκτικός έλεγχος όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο της διόρθωσης με λέιζερ», κατέληξε ο κ. Κανελλόπουλος.