Οι αλλαγές στην ποσότητα της χρωστικής ουσίας του δέρματος είναι από τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της έκθεσης στον ήλιο. Με την πάροδο του χρόνου η ακτινοβολία του έχει άμεση επίδραση στην αύξηση ή τη μείωση των κυττάρων που παράγουν μελανίνη, την ουσία που δίνει χρώμα στο δέρμα.
Αν και πιο γνωστή είναι η υπερμελάγχρωση, δηλαδή η εμφάνιση σκούρων κηλίδων στο δέρμα, υπάρχουν άνθρωποι που αντιδρούν διαφορετικά, δημιουργώντας σημεία που έχουν πιο ανοιχτή απόχρωση από το υπόλοιπο δέρμα. Οι “κηλίδες του ήλιου”, ανεξαρτήτως χρώματος, είναι καλοήθεις αλλά χρήζουν προσοχής και συχνά αισθητικής αποκατάστασης, αφού επιβαρύνουν ψυχολογικά τους πάσχοντες.
«Ένα εκατοστό δέρματος έχει 24.000 μελανινοκύτταρα, τα οποία παράγουν μελανίνη. Η ποσότητα της χρωστικής καθορίζει το χρώμα του. Οι μεγάλες περίοδοι άμεσης έκθεσης στον ήλιο μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση πανάδων και φακίδων λόγω συγκεντρωμένης μελανίνης σε μικρές περιοχές ή σε υποχρωματισμό του δέρματος, εξαιτίας της έλλειψης μελανίνης ή της απώλειας μελανινοκυττάρων.
Με την υπερμελάγχρωση είμαστε πιο εξοικειωμένοι, αφού γι’ αυτήν γίνεται πολύς λόγος. Για τον υποχρωματισμό του δέρματος από την άλλη πλευρά, δεν συζητάμε συχνά και οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν γιατί συμβαίνει. Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο σπάνιος. Περίπου 1 στους 20 ανθρώπους έχει τουλάχιστον μία τέτοια βλάβη στο δέρμα του, η οποία είναι ενοχλητική, ιδίως όταν έχει σκουρόχρωμο δέρμα, αφού σε αυτό η βλάβη είναι πιο εμφανής. Δεν σπανίζουν δε τα περιστατικά στιγματισμού και περιθωριοποίησης των πασχόντων.
Οι στρογγυλές ή σε σχήμα σταγόνας κηλίδες ανοιχτότερου χρώματος από το υπόλοιπο δέρμα που εμφανίζονται γίνονται συνήθως αντιληπτές όταν το υπόλοιπο δέρμα μαυρίζει. Είναι πολύ ευαίσθητες στον ήλιο κι αυτό γιατί όπου υπάρχει λιγότερη μελανίνη ο κίνδυνος εγκαύματος και καρκίνου του δέρματος είναι αυξημένος», εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Βέβαια, δεν είναι μόνο ο ήλιος υπεύθυνος για την εμφάνιση των λευκών κηλίδων. Ανάλογα με το σχήμα τους και τον εντοπισμό τους, αυτή η αλλαγή στην ποσότητα μελανίνης θα μπορούσε να αποτελεί εκδήλωση διαφόρων δερματικών παθήσεων. Καμία, όμως, δεν είναι απειλητική και σχεδόν όλες μπορούν να θεραπευτούν. Πιο συγκεκριμένα, ο υποχρωματισμός κάποιων σημείων του δέρματος μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμούς, εγκαύματα, αυτοάνοσα νοσήματα, λοιμώξεις, έκθεση σε χημικές ουσίες και σπανιότερα σε κληρονομικότητα. Από τις πιο συνηθισμένες είναι:
Ποικιλόχρους πιτυρίαση (Tinea versicolor): Ο υπερπολλαπλασιασμός ενός ζυμομύκητα (malassezia furfur) που φυσιολογικά υπάρχει στο δέρμα είναι μια αιτία εμφάνισης λευκών κηλίδων. Σε αντίθεση με εκείνες που προκαλούνται από τον ήλιο, η ποικιλόχρους πιτυρίαση σχηματίζει πιο ασαφείς και μεγαλύτερες κηλίδες, στο στήθος, την πλάτη και το πρόσωπο. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η έντονη εφίδρωση, η υψηλή υγρασία και η θερμοκρασία αλλά και η υπερπαραγωγή σμήγματος.
Λευκή πιτυρίαση (Pityriasis alba): Αν και μερικές φορές συγχέεται με μυκητιασική λοίμωξη, η λευκή πιτυρίαση είναι μια μεταφλεγμονώδης κατάσταση που σχετίζεται με το έκζεμα. Οι κηλίδες εντοπίζονται συχνότερα στα μάγουλα των παιδιών και μερικές φορές των ενηλίκων που έχουν έκζεμα, το οποίο έχει υποχωρήσει, και έχουν μεγαλύτερη περίμετρο από αυτές που προκαλούνται από τον ήλιο.
Λεύκη: Πρόκειται για μια χρόνια αυτοάνοση πάθηση, που προκαλείται από την επίθεση του οργανισμού στα μελανινοκύτταρα. Είναι ανώδυνη και μη μεταδοτική και προκαλεί μεγάλες κηλίδες ανοιχτότερου χρώματος, το μέγεθος των οποίων ποικίλει και μεταβάλλεται εάν δεν επιβληθεί θεραπευτική αγωγή.
Τραυματισμός: Λευκές κηλίδες μπορεί να εμφανιστούν στο δέρμα μετά από θεραπείες με λέιζερ που στοχεύουν σε ένα συγκεκριμένο χρώμα. Τα συγκεκριμένα μηχανήματα χρησιμοποιούνται για την αφαίρεση σκούρων κηλίδων, τατουάζ και για αποτρίχωση. Μερικές φορές λειτουργούν υπέρ του δέοντος καλά και αφαιρούν περισσότερη μελανίνη ή μελανινοκύτταρα από ό,τι πρέπει, αφήνοντας ανοιχτόχρωμα σημεία στο δέρμα.
Ακμή: Αυτή η πολύ συχνή πάθηση, που δεν περιορίζεται μόνο σε εφήβους αλλά και σε ενήλικες με ορμονικές διαταραχές, μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης τόσο λευκών κηλίδων όσο και σκούρων. Η προκύπτουσα μελάγχρωση ονομάζεται, αντιστοίχως, μεταφλεγμονώδης υποχρωματισμός και μεταφλεγμονώδης υπερμελάγχρωση.
Υποχρωματισμός του δέρματος μπορεί να προκύψει και εξαιτίας της ύπαρξης σκληρού λειχήνα -μιας διαταραχής που επηρεάζει το δέρμα, τα γεννητικά όργανα και τον πρωκτό και ψωρίασης- μιας χρόνιας πάθησης που προκαλεί την εμφάνιση φολιδωτών κηλίδων, η υποχώρηση των οποίων αφήνει την περιοχή υποχρωματισμένη.
«Τόσο ο υποχρωματισμός του δέρματος όσο και η υπερμελάγχρωση εμφανίζονται πάντα λόγω κάποιας υποκείμενης αιτίας. Η αντιμετώπισή τους έγκειται στον εντοπισμό αυτής και στη θεραπεία της, όπως και στη διαχείριση του συμπτώματος, αφού οι δυσχρωμίες είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που πλήττουν την εμφάνιση ενός ατόμου.
Σήμερα υπάρχουν πολλά μέσα που σβήνουν τις σκούρες κηλίδες, όποια κι αν είναι η αιτία. Λευκαντικές κρέμες, κρυοθεραπεία, θεραπεία με peeling, με microneedling και με εξειδικευμένα laser μπορούν να επανορθώσουν την ανομοιόμορφη παραγωγή μελανίνης και να εξαλείψουν κάθε υπερμελαγχρωστικό σημάδι.
Οι λευκές κηλίδες που προκαλούνται από τραυματισμούς μπορεί να μη χρειάζονται κάποια θεραπευτική παρέμβαση, αφού μετά την επούλωση τα μελανινοκύτταρα είναι πιθανό να αρχίσουν να παράγουν ξανά μελανίνη σε μερικές εβδομάδες ή μήνες. Το ίδιο ισχύει και όταν για την εμφάνισή τους ευθύνεται η λευκή πιτυρίαση, η ψωρίαση ή το έκζεμα.
Εάν ο υποχρωματισμός οφείλεται σε δερματική πάθηση, όπως η ποικιλόχρους πιτυρίαση, μπορεί να χορηγηθούν φαρμακευτικές αγωγές. Κύρια θεραπεία και ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η φωτοθεραπεία, όταν οι λευκές κηλίδες προέρχονται από προηγούμενες θεραπείες με laser, από ψωρίαση ή λεύκη. Η εφαρμογή υπεριώδους ακτινοβολίας από ειδικούς λαμπτήρες ανά τακτά χρονικά διαστήματα υπό ιατρική παρακολούθηση, με ή χωρίς τη χρήση ψωραλενίου, βοηθά στην αντιμετώπισή τους.
Αν και η πρόληψη είναι ο καλύτερος τρόπος αποφυγής των δυσχρωμιών, αυτή δεν είναι πάντοτε εφικτή (π.χ. όταν οφείλονται σε ακμή, ψωρίαση, λεύκη, έκζεμα). Οι μόνες που μπορούν να προληφθούν είναι εκείνες που οφείλονται στον ήλιο. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να παραλείπεται ποτέ η εφαρμογή αντηλιακού πριν από την έκθεση στις ακτίνες του. Και εάν η συμβουλή αυτή ισχύει μια φορά για όλους, ισχύει διπλά για όσους έχουν λευκές κηλίδες στο δέρμα τους αφού διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου λόγω έλλειψης της προστατευτικής μελανίνης», καταλήγει ο δρ Στάμου.