Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ) χαρακτηρίζεται από πρωινή δυσκαμψία, πρήξιμο και πόνο των αρθρώσεων, αλλά και την πιθανότητα προσβολής άλλων οργάνων, π.χ. του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού. Εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες και στα δύο φύλα με υπεροχή στις γυναίκες. Αν παραμείνει χωρίς θεραπεία μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την λειτουργικότητα και γενική υγεία του ατόμου.
Η πρώιμη διάγνωση και θεραπεία της ΡΑ είναι εξαιρετικά σημαντικές για την έκβαση, οπότε εάν παρατηρηθούν τέτοια συμπτώματα, πρέπει να αξιολογηθούν από ρευματολόγο άμεσα. Οι διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες για τη ΡΑ είναι στην εποχή μας πολλές και στην πλειονότητα εξαιρετικά αποτελεσματικές, αλλά χρειάζονται προσεκτική διαχείριση από ειδικούς, εξατομίκευση και τακτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση.
Πέρα από τη φαρμακευτική παρέμβαση, μία πιο συνολική αντιμετώπιση είναι εξίσου σημαντική. Κατά καιρούς, άτομα με ΡΑ μπορεί να ωφεληθούν από φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, τροποποίηση του χώρου εργασίας, ψυχοκοινωνική υποστήριξη και αντιμετώπιση συν-νοσηροτήτων, δηλαδή προβλημάτων υγείας που μπορεί να σχετίζονται με τη ΡΑ ή τη θεραπεία της (π.χ. λοιμώξεων, οστεοπόρωσης, καρδιαγγειακού κινδύνου). Συγκεκριμένες συμπληρωματικές θεραπείες οι οποίες έχουν αξιολογηθεί σωστά και προσφέρονται από εξειδικευμένα άτομα (π.χ. ο βελονισμός) μπορεί επίσης να βοηθήσουν.
Για ένα συνολικά καλό επίπεδο υγείας, είναι εξαιρετικά σημαντική η αλλαγή μερικών καθημερινών συνηθειών. Αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων: διακοπή του καπνίσματος (το οποίο, μεταξύ των ευρέως γνωστών κινδύνων, σχετίζεται και με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης, αυξημένη βαρύτητα και ελλιπή απόκριση στη θεραπεία της ΡΑ), διατήρηση ιδανικού σωματικού βάρους και σύσταση εξατομικευμένης φυσικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με καλή διατροφή.
Άτομα με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα μπορούν πλέον να έχουν εξαιρετική ποιότητα ζωής, πλήρη δραστηριότητα και φυσιολογική καθημερινότητα αρκεί να διαγνωσθούν άμεσα και να θεραπευθούν αποτελεσματικά από τον ρευματολόγο τους και άλλους ειδικούς με οργανωμένη και εξατομικευμένη προσέγγιση.
Aπό τον ρευματολόγο Γεώργιο Κήτα